Ένας μώλωπας (μελανιά) είναι μια βλάβη των μαλακών ιστών του δέρματος που προήλθε από τοπικό τραυματισμό και η οποία προκαλεί σπάσιμο των τοπικών τριχοειδών αγγείων και διαρροή του αίματος από αυτά.
Μια μελανιά συνήθως συνοδεύεται από ελαφρύ πρήξιμο και κνησμό (φαγούρα) και αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά με τοπική εφαρμογή πάγου, ιδεατά αμέσως μετά τον τραυματισμό.
Υπάρχουν όμως ορισμένοι άνθρωποι οι οποίοι κάνουν μελανιές με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα και ευκολία από τους υπόλοιπους. Αρκεί ένα απαλό “χτύπημα” για να μελανιάσει το σημείο της επαφής αμέσως.
Οι εύκολοι μώλωπες στην επιδερμίδα μπορεί να είναι αποτέλεσμα μια σειράς παραγόντων:
Σκορβούτο: Είναι μια ασθένεια που εξασθενίζει τα αιμοφόρα αγγεία και τα κάνει πιο ευαίσθητα σε χτυπήματα.
Παρενέργεια από φαρμακευτική αγωγή: Υπάρχουν ορισμένες ουσίες όπως η πρεδνιζόνη και η πρεδνιζολόνη, οι οποίες κάνουν την επιδερμίδα πιο επιρρεπή στις μελανιές.
Έλλειψη/μειωμένη συγκέντρωση ουσιών που βοηθούν στην πήξη του αίματος: Τα αιμοπετάλια, τα οποία ονομάζονται και θρομβοκύτταρα, είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας στην διαδικασία της πήξης του αίματος. Μειωμένα αιμοπετάλια στο αίμα σημαίνει και μεγαλύτερη δυσκολία να μπορέσει ο οργανισμός να επουλώσει ακόμα και τις μικρότερες πληγές από μικρο-τραυματισμούς και να δημιουργούνται ευκολότερα μελανιές.
Προχωρημένη ηλικία: Όσο μεγαλώνουμε, το δέρμα μας χάνει σταδιακά τις στρώσεις λίπους που το προστατεύουν, ενώ παράλληλα μειώνεται η παραγωγή του κολλαγόνου που το διατηρεί σφριγηλό και ελαστικό. Αυτό σημαίνει ότι το δέρμα γίνεται πιο λεπτό και ευαίσθητο στους μώλωπες.
Πορφυρική δερμάτωση: Πρόκειται για αγγειακή πάθηση. Εκδηλώνεται όταν το αίμα διαρρέει από τα μικρά τριχοειδή αγγεία, με αποτέλεσμα να εμφανίζονται μικροσκοπικοί μώλωπες πορτοκαλί και μοβ χρώματος.
Σε μερικές περιπτώσεις, αυτή η ευαισθησία του δέρματος μπορεί να υποδεικνύει σηψαιμία (βακτηριακή λοίμωξη), χρόνια φλεγμονή, πάθηση στο συκώτι ή (σπάνια) κάποια μορφή καρκίνου.
Τέλος, οι μελανιές που εμφανίζονται με τον παραμικρό τραυματισμό μπορεί να υποδεικνύουν έλλειψη φολικού οξέος, βιταμίνης Β12, βιταμίνης C ή βιταμίνης Κ.