Γράφει ο Ίαν Μπρέμπερ, αναλυτής, ιδρυτής και πρόεδρος της GZERO Media
Καθώς κοιτάζω μπροστά για το 2024, υπάρχει μια φράση που έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου: Οι τροχοί ξεκολλάνε. Για χρόνια προειδοποιούσα πως ο κόσμος μας είναι ένας G-Zero κόσμος, – χωρίς παγκόσμια ηγεσία και με μια αυξανόμενη γεωπολιτική σύγκρουση ως συνέπεια αυτής της συνθήκης.
Ταυτόχρονα τα κανάλια διεθνούς συνεργασίας – πολυεθνικοί θεσμοί, παραδοσιακές συμμαχίες και παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού – χάνουν την ικανότητά τους να απορροφούν τους κραδασμούς.
Σήμερα, όταν αναφερόμαστε στον πόλεμο, πρέπει να προσδιορίσουμε για ποιον μιλάμε. Για τον πόλεμο που τερμάτισε την ειρήνη και αναδιαμόρφωσε την αρχιτεκτονική της ασφάλειας στην Ευρώπη; Ή τον πόλεμο που αποσταθεροποιεί τη Μέση Ανατολή, απειλώντας με μια παγκόσμια θρησκευτική σύγκρουση;
Έχουν προκύψει επίσης σοβαρές αμφιβολίες για την οικονομική ευημερία της Κίνας, της χώρας που μαζί με τις Ηνωμένες Πολιτείες έχουν κάνει τα περισσότερα τις τελευταίες δεκαετίες για να τροφοδοτήσουν την παγκόσμια οικονομία. Σοβαρές αμφιβολίες έχουν επίσης προκύψει για την πολιτική ευημερία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Αυτές οι επείγουσες προκλήσεις δημιουργούν μια άνευ προηγουμένου – στη ζωή μου τουλάχιστον – επικίνδυνη κατάσταση της παγκόσμιας πολιτικής.
Πόλεμος Ισραήλ – Χαμάς
Ο δίμηνος πλέον πόλεμος που ακολούθησε τα τρομοκρατικά χτυπήματα της 7ης Οκτωβρίου επεκτείνεται χωρίς προστατευτικά κιγκλιδώματα […] Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν τουλάχιστον κάποια δυνατότητα μόχλευσης επί του συμμάχου τους Ισραήλ (αν και δεδομένων των πολιτικών προκλήσεων στο εσωτερικό, είναι μικρότερη από ό,τι θα πίστευαν πολλοί) και προσπαθούν να επηρεάσουν την εξέλιξη του πολέμου και το μέγεθος της σφαγής. Ωστόσο, για μεγάλο μέρος του κόσμου, οι κινήσεις αυτές είναι πολύ λίγες και πολύ καθυστερημένες. Το αποτέλεσμα είναι οι ΗΠΑ να βρίσκονται σήμερα σχεδόν μόνες στο να υποστηρίζουν τη συνέχιση του πολέμου. Πράγματι, οι ΗΠΑ είναι τόσο απομονωμένες σε αυτό το ζήτημα παγκοσμίως όσο ήταν η Ρωσία όταν ο Βλαντιμίρ Πούτιν εισέβαλε στην Ουκρανία πριν από σχεδόν δύο χρόνια (!).
Ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν είχε μέχρι στιγμής μεγαλύτερη επιτυχία στην αποφυγή επέκτασης του πολέμου πέρα από τα σύνορα του Ισραήλ και της Γάζας. Αλλά αυτό το έργο θα γίνει πιο δύσκολο καθώς προχωρά η επόμενη φάση των επιχειρήσεων.
Σε καμία περίπτωση ο Μπάιντεν δεν θα αποκηρύξει τη συμμαχία των ΗΠΑ με το Ισραήλ – αλλά το Ισραήλ έχει χάσει οριστικά μέρος της παραδοσιακής του υποστήριξης εντός των ΗΠΑ. Η αμερικανική κοινή γνώμη – ιδιαίτερα οι νεότεροι – έχει μετατοπιστεί και αυτή η τάση ενισχύεται καθώς αυξάνονται και οι απώλειες Παλαιστινίων αμάχων. Δεν είμαστε πιο κοντά στην επίλυση αυτού του πολέμου σήμερα από ό,τι ήμασταν πριν από δύο μήνες και δεν υπάρχουν μηχανισμοί που να εμποδίζουν την περαιτέρω κλιμάκωσή του.
Πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας
Έπειτα, υπάρχει ο πόλεμος για τον οποίο κανείς δεν με ρωτάει πια – αυτός που μαίνεται ακόμα στην Ουκρανία. Περίπου αυτή την περίοδο πέρυσι παρατήρησα ότι η Ρωσία έλεγχε περίπου το 20% του εδάφους της Ουκρανίας και οι ουκρανικές δυνάμεις έμοιαζε σχεδόν απίθανο να εκδιώξουν πλήρως τις ρωσικές δυνάμεις. Δώδεκα μήνες αργότερα, σχεδόν τίποτα δεν έχει αλλάξει. Για την ακρίβεια έχουν αλλάξει κάποια πράγματα προς το χειρότερο.
Ο Πούτιν αποχώρησε από τη συμφωνία για τις ουκρανικές εξαγωγές σιτηρών μέσω της Μαύρης Θάλασσας. Οι υψηλότερες τιμές του πετρελαίου έχουν συμβάλει στην ενίσχυση της πολεμικής βιομηχανίας της Ρωσίας. Η Βόρεια Κορέα στέλνει στη Μόσχα περισσότερους πυραύλους και πυρομαχικά και το Ιράν συνεχίζει να παρέχει drones. Πέρα από την αποτυχημένη ανταρσία, η στρατηγική θέση του Πούτιν έχει βελτιωθεί σε σχέση με τον περασμένο χρόνο – και σίγουρα τους τελευταίους δύο μήνες.
Έχουν προκύψει ερωτήματα σχετικά με τη υποστήριξη του Κιέβου από την Αμερική και την Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, οι Ρεπουμπλικάνοι όλο και περισσότερο δεν θέλουν να ξοδεύουν χρήματα για την Ουκρανία.
Και αυτή η άποψη θα ενισχυθεί ακόμη περισσότερο όταν ο Ντόναλντ Τραμπ πάρει το χρίσμα του κόμματος για τις προεδρικές εκλογές και αναδείξει τον τερματισμό της βοήθειας σε προεκλογικό ζήτημα. Στην Ευρώπη, η υποστήριξη προς την Ουκρανία παραμένει υψηλή, αλλά οι χώρες έχουν πλέον πολύ λιγότερη ικανότητα να απορροφήσουν πρόσφυγες ή να βοηθήσουν στη χρηματοδότηση της πολεμικής προσπάθειας της Ουκρανίας.
Η οικονομική υποστήριξη της Ευρώπης και η στρατιωτική υποστήριξη της Αμερικής για την Ουκρανία γίνονται λιγότερο σίγουρες.
Εν τω μεταξύ, η αντεπίθεση της Ουκρανίας μετακίνησε τη γραμμή του μετώπου λιγότερο από 25 χιλιόμετρα από το καλοκαίρι και με την εγκατάσταση αμυντικών οχυρώσεων τις τελευταίες ημέρες, είναι ασφαλές να πούμε ότι η επιχείρηση έχει πλέον τελειώσει. Τις τελευταίες εβδομάδες, η Ρωσία έχει επεκτείνει τις πυραυλικές επιθέσεις σε όλη την Ουκρανία στα υψηλότερα επίπεδα που έχουμε δει φέτος. Εάν ο Πούτιν διατάξει μια πρόσθετη κινητοποίηση στρατευμάτων, ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι θα δυσκολευτεί να την αντιμετωπίσει, καθιστώντας απολύτως πιθανό η Ρωσία να πάρει ακόμη περισσότερα εδάφη από την Ουκρανία. Ο Ζελένσκι, όχι ο Πούτιν, αντιμετωπίζει τώρα αυξημένη πίεση για να προχωρήσει προς μια διευθέτηση μέσω διαπραγματεύσεων.
Ξέρουμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα: κατάτμηση. Η Ουκρανία απλά δεν μπορεί να πάρει πίσω τη γη της. Φυσικά, κανείς δεν πρόκειται να το ανακοινώσει επίσημα. Είναι απαράδεκτο για τις Ηνωμένες Πολιτείες, την Ευρώπη και κυρίως τους Ουκρανούς. Αλλά ζούμε με πολλά πράγματα που είναι απαράδεκτα – μια πυρηνικά οπλισμένη Βόρεια Κορέα, ο Άσαντ στην εξουσία στη Συρία, το τέλος της δημοκρατίας στη Βενεζουέλα. Αυτό θα είναι μόνο ένα ακόμη.
Η Ουκρανία κινδυνεύει να χάσει, αλλά η Ρωσία δεν έχει «νικήσει». Το ΝΑΤΟ ενισχύεται τώρα από τα νέα μέλη της Φινλανδίας και της Σουηδίας. Η ΕΕ άνοιξε τη διαδικασία ένταξης για την Ουκρανία, τη Γεωργία και τη Μολδαβία, ένα αποτέλεσμα που δεν ήταν στο τραπέζι πριν διατάξει ο Πούτιν την εισβολή του. Η Ρωσία αντιμετώπισε 11 γύρους κυρώσεων, και έρχονται και άλλες.
Τα μισά κρατικά περιουσιακά στοιχεία της έχουν δεσμευτεί. Η Ευρώπη δεν θα αγοράζει πλέον τα εμπορεύματά της, που πρέπει τώρα να πωλούνται στην Κίνα, την Ινδία και άλλες χώρες φθηνότερα. Η Μόσχα έχει εξαρτηθεί μόνιμα από το Πεκίνο. Όλα αυτά, μόνο και μόνο για να αποκτήσει κάποια κομμάτια της ανατολικής και νότιας Ουκρανίας που θα χρειαστούν χρόνια και χρόνια για να εδραιωθούν…
Όλα αυτά μας αφήνουν ένα μεγαλύτερο πρόβλημα: η Ρωσία βρίσκεται στο δρόμο προς το μόνιμο καθεστώς «αδίστακτου κράτους». Είναι η πρώτη φορά που ισχύει αυτό για μια οικονομία της G20 και μια χώρα με 6.000 πυρηνικά όπλα. Δεν θα μιλάμε τόσο πολύ για την Ουκρανία, αλλά φοβάμαι ότι θα μας απασχολήσει πολύ περισσότερο η Ρωσία.
Οι οικονομικές προκλήσεις της Κίνας
Η «μηχανή ανάπτυξης» της Κίνας δεν λειτουργεί πλέον όπως παλιά […] Η απάντηση της κυβέρνησης της Κίνας στα προβλήματα ήταν περιορισμένη και αποσπασματική. […] Το ΔΝΤ αναμένει τώρα ότι η κινεζική οικονομία θα αναπτυχθεί κάτω από 4% ετησίως για τα επόμενα χρόνια. Ελλείψει μεταρρυθμίσεων ο αριθμός αυτός θα μπορούσε να είναι μικρότερος.
Για πρώτη φορά από τη δεκαετία του 1980, ο κινεζικός λαός φοβάται ότι η επόμενη γενιά δεν θα ζει καλύτερα από τη σημερινή. Και η ολοένα και πιο συγκεντρωτική, αδιαφανής και ιδιότροπη φύση της κινεζικής πολιτικής – για να μην αναφέρουμε μια σειρά από κατασταλτικές πολιτικές – έχει υπονομεύσει την κοινωνική εμπιστοσύνη.
Τα καλά νέα είναι ότι η Κίνα παραμένει εν τέλει μια άκρως ανταγωνιστική οικονομία, με εξειδικευμένο εργατικό δυναμικό, υποδομές όλο και πιο παγκόσμιας κλάσης και σημαντικά πλεονεκτήματα στις κατασκευές, τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα ηλεκτρικά οχήματα, καθώς και στην πρωτοποριακή καινοτομία σε βιομηχανίες αιχμής όπως η προηγμένη πληροφορική, η τεχνητή νοημοσύνη. και βιοτεχνολογία. Είναι επίσης πολιτικά πολύ σταθερή […]
Τα κακά νέα είναι ότι η κινεζική ανάπτυξη θα παραμείνει πιο αργή για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, παρασύροντας και την παγκόσμια ανάπτυξη μαζί της. Και οι λανθασμένες πολιτικές επιλογές θα μπορούσαν ακόμα να εγκλωβίσουν την οικονομία της Κίνας σε ένα σενάριο παρατεταμένου αποπληθωρισμού, στάσιμης ανάπτυξης και υψηλού χρέους – όπως ακριβώς αυτό που βίωσε η Ιαπωνία τη δεκαετία του 1990. Αυτό θα ήταν ένα τεράστιο πρόβλημα για τον κόσμο, δεδομένου του υπερμεγέθους ρόλου της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία.
Η πολιτική δυσλειτουργία της Αμερικής
Παρόλο που έχει μια αναπτυσσόμενη οικονομία, η ισχυρότερη χώρα του κόσμου έχει γίνει η πιο πολιτικά διχασμένη και δυσλειτουργική δημοκρατία από όλες τις χώρες της G7 (αν και το Ηνωμένο Βασίλειο την ανταγωνίζεται).
Πόσο δυσλειτουργική είναι; Νωρίτερα φέτος, οι προσωπικοί ανταγωνισμοί μεταξύ των Ρεπουμπλικανών άφησαν τη Βουλή των Αντιπροσώπων των ΗΠΑ χωρίς πρόεδρο – και, ως εκ τούτου, ανίκανη να εγκρίνει νομοθεσίες – για τη μεγαλύτερη περίοδο των τελευταίων 160 ετών. Την τελευταία φορά που ο διχασμός εντός της Βουλής σταμάτησε τις εργασίες της με αυτόν τον τρόπο, το ζήτημα ήταν το νομικό καθεστώς της δουλείας.
Ακολουθούν οι προεδρικές εκλογές του 2024. Οι δημοσκοπήσεις δίνουν μια ζοφερή εικόνα για το κατεστημένο: Μόλις το 37% των Αμερικανών εγκρίνει την απόδοση του Τζο Μπάιντεν ως προέδρου. Πάνω από το 70% των πιθανών ψηφοφόρων λένε ότι ο 81χρονος είναι πολύ μεγάλος για τη θέση του και περίπου το 65% των ψηφοφόρων δεν θέλουν να γίνει ξανά πρόεδρος.
Από την άλλη πλευρά, υπάρχει ο Ντόναλντ Τραμπ. Αφού απέτυχε στην προσπάθεια για επανεκλογή το 2020, ο πρώην πρόεδρος αρνήθηκε να δεχτεί την ήττα του, δημιούργησε ένα σχέδιο για να παραμείνει στην εξουσία και υποκίνησε μια βίαιη εξέγερση για να εμποδίσει την πιστοποίηση της νίκης του Μπάιντεν. Έχει κατηγορηθεί με 91 κατηγορίες σε τέσσερις διαφορετικές ποινικές υποθέσεις, και αν δεν εκλεγεί το επόμενο έτος, αντιμετωπίζει ποινή φυλάκισης. Μόλις το 38% των Αμερικανών εγκρίνει την τετραετία του ως πρόεδρος και το 60% δεν επιθυμεί να επιστρέψει στον Λευκό Οίκο. Ωστόσο, τώρα προηγείται όλων των άλλων Ρεπουμπλικανών υποψηφίων για το χρίσμα με περισσότερες από 30 μονάδες.
Μπορεί ο Τραμπ να γίνει ξανά πρόεδρος; Ασφαλώς και μπορεί. Αν οι εκλογές γίνονταν σήμερα, ο Τραμπ θα κέρδιζε. Το αποτέλεσμα σε ένα χρόνο από τώρα μοιάζει περισσότερο με στρίψιμο ενός κέρματος, που δύσκολα κανείς μπορεί να προβλέψει το αποτέλεσμα. Εν τω μεταξύ, άλλες κυβερνήσεις – σύμμαχοι και αντίπαλοι των Ηνωμένων Πολιτειών – ήδη υπολογίζουν τις ευκαιρίες, το κόστος και τους κινδύνους που ενδέχεται να τους δημιουργήσουν οι εκλογές στις ΗΠΑ, οι οποίες θα μπορούσαν να αλλάξουν δραματικά το ρόλο της πιο ισχυρής χώρας του κόσμου.
Ο Ίαν Μπρέμερ είναι αναλυτής, ιδρυτής και πρόεδρος της GZERO Media