Αρκετά χρόνια πριν τη σημερινή σύγκρουση με τη Ρωσία και τις επιθέσεις κατά αμάχων, στην τότε Σοβιετική Ένωση στην οποία ανήκε και η «Σοβιετική Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ουκρανίας», ο ηγέτης της Ιωσήφ Στάλιν είχε οδηγήσει σε μαζική εξόντωση τον πληθυσμό της Ουκρανίας, χωρίς να πέσει ούτε σφαίρα.
Για την ακρίβεια, είχαν γίνει και εκτελέσεις, αλλά ως «παράπλευρη απώλεια», από όσους παρακρατούσαν λίγο καλαμπόκι για να ζήσουν. Η συντριπτική πλειοψηφία όμως πέθανε με βασανιστικό τρόπο, από την εξάντληση λόγω πείνας!
H εξόντωση αυτή εξακολουθεί και σήμερα να «στοιχειώνει» τις σχέσεις των δύο κρατών και να εξηγεί μέχρι ενός σημείου την ιστορική αντιπαλότητα, παρά την ύπαρξη αρκετών ρωσόφωνων ή και Ρώσων στον πληθυσμό της χώρας που υφίσταται σήμερα τη ρωσική εισβολή.
Το γεγονός αυτό εξηγεί επίσης και το ότι η Ουκρανία επιθυμεί σήμερα όχι απλώς να κόψει κάθε δεσμό από τη Ρωσική Ομοσπονδία, τον κυριότερο «απόγονο» της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά και να αισθανθεί κατοχυρωμένη από άποψη ασφάλειας με την ένταξή της σε μία άλλη πολιτική -οικονομική συμμαχία (ΕΕ) ή αμυντική (ΝΑΤΟ). Μια φιλοδοξία που με τη σειρά της όμως προκαλεί την έντονη αντίδραση της Μόσχας.
Σε κάθε περίπτωση ο Μεγάλος Λιμός της Ουκρανίας (1932-1933) ή Γολoντομόρ υπήρξε μία από τις μεγαλύτερες εθνικές καταστροφές στη σύγχρονη ιστορία της Ουκρανίας που συνοδεύτηκε από το θάνατο εκατομμυρίων ανθρώπων.
Εκτιμήσεις ιστορικών για τον θάνατο ακόμα και 12 εκατομμυρίων Ουκρανών από την πείνα!
Για τον Μεγάλο Λιμό, οι εκτιμήσεις των ιστορικών διαφέρουν για τον αριθμό των θυμάτων, αλλά όλοι συμφωνούν ότι επρόκειτο για αρκετά εκατομμύρια.
Ορισμένες εκτιμήσεις ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών ακόμη και στα 12 εκατομμύρια, που ξεπερνά κατά πολύ τον τραγικό απολογισμό της Γενοκτονίας των Εβραίων από τους Ναζί ή των Αρμενίων από την Τουρκία. Μια κοινή δήλωση των Ηνωμένων Εθνών που υπογράφηκε από 25 χώρες το 2003 κάνει λόγο για 7-10 εκατομμύρια θανάτους, ενώ άλλες έρευνες έχουν μειώσει τον εκτιμώμενο αριθμό θανάτων σε 3,3 έως 7,5 εκατομμύρια.
Οι περισσότεροι ιστορικοί θεωρούν ότι ο λιμός της Ουκρανίας ήταν συνέπεια της οικονομικής πολιτικής που ακολούθησε η Σοβιετική Ένωση υπό την ηγεσία του Στάλιν και ειδικότερα του προγράμματος κολεκτιβοποίησης που εφαρμόστηκε.
Χωρίς να έχει επίσημα αναγνωριστεί, συχνά σε κρατικά έγγραφα των ΗΠΑ αναφέρεται ως γενοκτονία και υποστηρίζεται πως ήταν απόρροια πολιτικού σχεδίου. Στις 28 Νοεμβρίου 2006, αναγνωρίστηκε επίσημα από το ουκρανικό κοινοβούλιο ως γενοκτονία και ορίστηκε ως ημέρα μνήμης η 25η Νοεμβρίου, ενώ αρκετές ακόμα χώρες έχουν επισήμως αναγνωρίσει το λιμό της Ουκρανίας ως γενοκτονία. .
Φωτογραφία από το «κόκκινο τραίνο» με την αποστολή της πρώτης σοδειάς της Ουκρανίας στη Ρωσία (Wikipedia Commons, «To κόκκινο τρένο», Central State Audiovisual Archives of Ukraine)
Υπάρχουν όμως ακαδημαϊκοί που ισχυρίζονται ότι δεν ήταν υποκινούμενη γενοκτονία, αλλά συγκεκριμένη οικονομική πρακτική (έστω και αν αυτή είχε ολέθρια αποτελέσματα), στο πλαίσιο του σοβιετικού οικονομικού μοντέλου. Υπάρχει επίσης αναφορά σε σκοπιμότητες που εκπορεύονται από την αντίθεση των Ουκρανών προς τη γειτονική τους χώρα, όπως και στην αντιπαλότητα της Δύσης με τη Ρωσία.
Ο Μεγάλος Λιμός πάντως ξεκίνησε τη διετία 1932 – 1933 όταν ξεκίνησε η «Αγροτική Μεταρρύθμιση» από τη Σοβιετική Ένωση, σε συνεργασία με τη διοίκηση της Ουκρανικής ΣΣΔ, με το πρόσχημα της κολεκτιβοποίησης. Τότε διατάχθηκε να κατασχεθούν όλα τα σιτηρά προϊόντα από τους αγρούς και τις αποθήκες και στη συνέχεια όλα τα μη σιτηρά προϊόντα και τα ζώα. Επιπλέον, απαγορεύθηκε η μετακίνηση του αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις.
Στις 16 Σεπτεμβρίου 1932 εφαρμόστηκε ο νόμος του Στάλιν σχετικά με τα 5 κότσαλα καλαμπόκι. Τιμωρούνταν με θάνατο όσοι έπαιρναν έστω και μια χούφτα καλαμπόκι και με βάση τον νόμο αυτό 6.000 εκτελέστηκαν και εκατοντάδες φυλακίσθηκαν!
Μια επιζήσασα του λιμού, η Νίνα Πόποβιτς, περιέγραψε τα γεγονότα:
«Ήταν τρομακτικά χρόνια. Οι μητέρες έκοβαν κομμάτια τα παιδιά τους, τα έριχναν σε κατσαρόλες να τα μαγειρέψουν και τα έτρωγαν. Η μητέρα μου πήγε σε ένα χωράφι, όπου υπήρχαν μερικά άλογα και έφερε πίσω το κεφάλι ενός αλόγου – άλλες πέντε γυναίκες έπεσαν πάνω του και άρχισαν να το δαγκώνουν. Ήταν φριχτό! Οι άνθρωποι πέθαιναν μέσα στον δρόμο, αν τους τρυπούσες, το αίμα τους ήταν σαν νερό»
Η πείνα που ακολούθησε αυξήθηκε σε μαζική κλίμακα την άνοιξη του 1933, αλλά η Μόσχα αρνήθηκε να προσφέρει ανακούφιση. Στην πραγματικότητα, η Σοβιετική Ένωση εξήγαγε περισσότερους από ένα εκατομμύριο τόνους σιτηρών στη Δύση κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου (https://www.britannica.com)
Το πρόβλημα της αναγνώρισης
Η επίσημη αναφορά του λιμού έγινε για πρώτη φορά στις 25 Δεκεμβρίου του 1987, από τον Πρώτο Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚ Ουκρανίας, Βολοντιμίρ Στσερμπίτσκι, ο οποίος απέδωσε την τραγωδία στην ξηρασία. Ένα χρόνο αργότερα, στην 19η σύνοδο του ΚΚ Σοβιετικής Ένωσης, και αφού είχε προηγηθεί η λεγόμενη «αποσταλινοποίηση», ο πολιτικός και διανοούμενος Μπόρις Ολέινικ δήλωσε: «Και αφού στη Δημοκρατία μας οι διώξεις ξεκίνησαν πολύ πριν το 1937, θα πρέπει να διαπιστώσουμε τα αίτια της πείνας του 1933, η οποία αφαίρεσε τις ζωές από εκατομμύρια Ουκρανούς. Να κατονομάσουμε εκείνους που ευθύνονται για την τραγωδία».
Οι υπαίτιοι βέβαια δεν κατονομάστηκαν ούτε μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, καθώς η Ρωσία αρνήθηκε να αποδεχθεί το γεγονός φοβούμενη πιθανές συνέπειες. Το 2003, ο Ρώσος πρέσβης στην Ουκρανία Βίκτορ Τσέρνομιρντιν, σύμφωνα με το Interfax, απέρριψε μια απολογία δηλώνοντας: «Δεν πρόκειται να απολογηθούμε… Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να απολογηθούμε».
Η μεγαλύτερη ιστορική διαφωνία πάντως δεν αφορά την ύπαρξη του Λιμού, αλλά την σκοπιμότητά του. Ο Ρομάν Σέρμπιν, καθηγητής Ιστορίας και ειδικός για θέματα ουκρανικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο του Κεμπέκ στο Μόντρεαλ, μιλώντας στο BBC εκφράζει την άποψη ότι ο καταλογισμός της γενοκτονίας έχει αποδεχθεί επιπόλαιος, διότι η πείνα συχνά θεωρήθηκε ότι στόχευε μια κοινωνική ομάδα (τους αγρότες) παρά μια εθνική ομάδα. Εντούτοις, ως ένα ισχυρό επιχείρημα μπορεί να χρησιμοποιηθεί το γεγονός ότι κλείνοντας τα σύνορα οι Ουκρανοί δεν μπορούσαν να «αποδράσουν» στη Ρωσία. «Ο Στάλιν στόχευε το Ουκρανικό έθνος» δήλωσε ο Σέρμπιν.
Άρνηση του Γολοντομόρ
Η άρνηση του Γολοντομόρ είναι η θέση ότι η γενοκτονία του 1932-1933 στην Σοβιετική Ουκρανία είτε δεν συνέβη, είτε δεν ήταν προμελετημένη πράξη, είτε ήταν και είναι αντικομμουνιστική προπαγάνδα. Στη Σοβιετική Ένωση οι αρχές ουσιαστικά απαγόρευαν κάθε συζήτηση για το λιμό, και ο Ουκρανός ιστορικός Stanislav Kulchytsky έχει δηλώσει ότι η Σοβιετική κυβέρνηση τον είχε διατάξει να παραποιήσει τα ευρήματά του και να αποτυπώσει το λιμό ως αναπόφευκτη φυσική καταστροφή.