Γράφει ο Γιώργου Παπαπολυχρονίου
Βασικό χαρακτηριστικό του διεθνούς συστήματος είναι η αναρχία, υπό την έννοια ότι δεν υπάρχει μια υπερκείμενη των κρατών, αρχή.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, κάθε κρατική οντότητα να επιδίδεται σε έναν αγώνα απόκτησης της απαραίτητης ισχύος ώστε να εξασφαλίσει πρωτίστως την επιβίωσή της και ακολούθως την αύξηση της επιρροής της.
Η συνολική ισχύς ενός κράτους, αναλύεται σε δύο συνιστώσες, την σκληρή ισχύ (hard power) και την ήπια ισχύ (soft power). Η πρώτη συνίσταται σε όλους εκείνους τους παράγοντες που σχετίζονται με τη χρήση βίας ή την απειλή χρήσης βίας, όπως οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Η δεύτερη έχει να κάνει με το σεβασμό, το γόητρο και την επιρροή που ασκεί μια χώρα στη διεθνή κονίστρα εξαιτίας παραγόντων όπως η ιστορία, η θρησκεία, ο πολιτισμός, οι αξίες και τα ιδανικά της, οι τέχνες της και γενικώς τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά της.
Ενώ λοιπόν στην πρώτη περίπτωση η επιρροή ενός κράτους στηρίζεται στον πειθαναγκασμό, στη δεύτερη περίπτωση εδράζεται σε ένα είδους γοητείας, η οποία οδηγεί τα άλλα κράτη να σκέφτονται και να δρουν με τον τρόπο που θέλει το συγκεκριμένο κράτος.
Αναντίρρητα, σε μια διεθνή κοινότητα όπου τα βασικά χαρακτηριστικά της λειτουργούν με βάση τη ρεαλιστική σχολή των Διεθνών Σχέσεων, η μέριμνα για την απόκτηση και ενίσχυση της σκληρής ισχύος είναι πρωτεύουσας σημασίας για την επιβίωση κάθε κρατικής οντότητας. Αυτό όμως δε μειώνει τη σημασία της ήπιας ισχύος καθώς επικουρικά μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην την πρόληψη και αντιμετώπιση πιθανών απειλών.
Συγκεκριμενοποιώντας τα ανωτέρω στο παράδειγμα μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, η αδήριτη ανάγκη αύξησης των συντελεστών σκληρής ισχύος όπως η ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων με προσωπικό και εξοπλιστικά προγράμματα καθώς και η ανάπτυξη του τομέα της αμυντικής βιομηχανίας με τα πλεονεκτήματα που θα αποφέρει τόσο σε θέματα στρατιωτικής αυτονομίας όσο και μεγέθυνσης του ΑΕΠ, είναι τόσο προφανής και έχουν γραφεί τόσα πολλά γι’ αυτό το ζήτημα ώστε θα ήταν πλεονασμός να προστεθεί κάτι ακόμα.
Αυτό για το οποίο όμως δεν έχει χυθεί πολύ μελάνι, είναι το ζήτημα της ενίσχυσης και χρησιμότητας των παραγόντων που συνιστούν την ήπια ισχύ.
Η Ελλάδα έχει το προνόμιο να είναι κληρονόμος μιας λαμπρής ιστορίας χιλιετηρίδων, ο τόπος που ανέδειξε εμβληματικές προσωπικότητες παγκόσμιου κύρους και αναγνωρισιμότητας και οι οποίες ακόμα και σήμερα αποτελούν σημείο αναφοράς. Από το πεδίο των στρατηγικών σπουδών έως τη φιλοσοφία, τις ανθρωπιστικές σπουδές, την ιατρική και τα μαθηματικά, μορφές όπως ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Λεωνίδας, ο Ιπποκράτης, ο Θουκυδίδης, ο Πυθαγόρας, ο Αριστοτέλης, ο Σωκράτης και τόσοι άλλοι, αποτελούν τους καλύτερους πρεσβευτές του Ελληνισμού. Η Ελλάδα διαθέτει ένα πολιτισμικό οπλοστάσιο το οποίο εν πολλοίς έχει αφήσει ανεκμετάλλευτο.
Αν ο Ahmet Davutoğlu θεωρεί ότι η Τουρκία διαθέτει στρατηγικό βάθος τότε η Ελλάδα το διαθέτει εις το πολλαπλάσιο, τόσο γιατί είναι απείρως πιο πλούσια σε ιστορία και πολιτισμό όσο και γιατί σε αντίθεση με την Τουρκία δεν υπάρχει, στο συλλογικό υποσυνείδητο των κρατών της ευρύτερης περιοχής, ως ένας εξωτερικός εισβολέας.
Η Ελλάδα έχει άρρηκτη σχέση με τη Δύση καθώς η βάση του δυτικού πολιτισμού εδράζεται στην ελληνική κλασική αρχαιότητα. Τα ίδια τα κινήματα της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού που διαμόρφωσαν το νεωτερικό κόσμο, άντλησαν την ιδεολογική τους φαρέτρα από την αρχαία Ελλάδα. Χαρακτηριστκά, ο Γερμανός ποιητής Johann Wolfgang von Goethe έγραφε:
«Ό,τι είναι ο νους και η καρδιά για τον άνθρωπο, είναι και η Ελλάδα για την οικουμένη», ενώ o Αμερικανός συγγραφέας Henry Miller, σημείωνε ότι: «Σε εκείνους που σκέπτονται πως η Ελλάδα σήμερα δεν έχει καμία σημασία ας μου επιτραπεί να πω ότι δεν θα μπορούσαν να κάνουν μεγαλύτερο λάθος. Η σημερινή, όπως και η παλιά Ελλάδα, έχει υψίστη σημασία για οποιονδήποτε ψάχνει να βρει τον εαυτό του».
Ταυτόχρονα, η μακραίωνη ιστορία της χώρας εμπνέει το σεβασμό και αποτελεί γέφυρα για την προσέγγιση με άλλα ιστορικά κράτη όπως η Αίγυπτος και γενικώς ο αραβικός κόσμος, το Ιράν, η Κίνα κ.λ.π. Ακόμα και η θρησκεία όμως συνιστά ένα χρήσιμο «εργαλείο» καθώς μέσω της θρησκευτικής διπλωματίας μπορεί να επιτευχθεί η προσέγγιση και η από κοινού δράση με ομόθρησκα κράτη.
Ιδιαίτερη συμβολή σε αυτό, μπορούν να διαδραματίσουν τα ελληνορθόδοξα Πατριαρχεία, προεξάρχοντος του Οικουμενικού και οι ανά τον κόσμο Αρχιεπισκοπές.
Πριν λίγες ημέρες, στο πλαίσιο των εορτασμών για τα 200 χρόνια από την κήρυξη της ελληνικής επανάστασης, ο κόσμος έγινε μάρτυρας μιας παγκόσμιας κίνησης όπου πολλές χώρες ανά τον πλανήτη τίμησαν το γεγονός αυτό με εκδηλώσεις όπως φωταγωγήσεις σημαντικών μνημείων, με τα χρώματα της ελληνικής σημαίας. Αυτή η κίνηση δίνει ένα παράδειγμα του τι σημαίνει ή καλύτερα του τι μπορεί και πρέπει να σημαίνει ο Ελληνισμός.
Ο Ελληνισμός ως πολιτισμικό φαινόμενο έχει μια οικουμενική διάσταση και ως τέτοιος δε δύναται να είναι εσωστρεφής και να περιορίζεται στα σύνορα ενός μικρού σε έκταση κράτους. Αντιθέτως, αφορά μια ολόκληρη κοσμοθεωρία και τρόπο ζωής που αντλεί από έννοιες όπως η ελευθερία, η κριτική σκέψη και η διαρκής αναζήτηση της αλήθειας.
Ακριβώς αυτή η θεμελίωση του Ελληνισμού στην ελευθερία αποτελεί ένα σημαντικό ιδεολογικό όπλο.
Τα διακόσια χρόνια από την επανάσταση του 1821 είναι ένα ορόσημο, στο οποίο η χώρα πρέπει να κάνει έναν απολογισμό και να θέσει νέους στόχους που θα νοηματοδοτήσουν εκ νέου την ύπαρξή της, δίνοντάς της ένα σκοπό και μια αίσθηση αποστολής για το μέλλον. Άλλωστε όπως είχε αναφέρει και ο Ίων Δραγούμης: «Ἕνα Ἔθνος δὲν δύναται νὰ ζήσῃ ἐπὶ πολύ, ὅταν δὲν ἔχῃ Ἰδανικόν, σκοπὸν πρὸς τὸν ὁποῖον νὰ τείνῃ». Η στασιμότητα οδηγεί σε τέλμα, εσωτερική αναταραχή και παρακμή. Με άλλα λόγια, απαιτείται η υιοθέτηση μιας νέας Μεγάλης Ιδέας. Μιας Μεγάλης Ιδέας που θα ορίζεται πρωτίστως με γεωπολιτισμικούς όρους. Ο Edward Luttwak δήλωνε τη δεκαετία του 1990 ότι η εποχή της γεωπολιτικής έχει παρέλθει και πλέον ο κόσμος έχει εισέλθει στην εποχή της γεωοικονομίας. Αν και ο Luttwak υποτίμησε σε κάποιο βαθμό τη σημασία της γεωπολιτικής διάστασης, πέρα από το ανταγωνιστικό πεδίο της γεωοικονομίας, υπάρχει και αυτό του γεωπολιτισμού. Ως γεωπολιτισμός μπορεί να οριστεί η χρήση του πολιτισμού, για την ενίσχυση της θέσης του κράτους στον αγώνα επιβίωσης και κατανομής δυνάμεως. Η γεωπολιτισμική δράση μπορεί να μην παράγει συνήθως άμεσα αποτελέσματα, έχει όμως μακροχρόνιες συνέπειες. Ως εκ τούτου η Ελλάδα οφείλει να εκμεταλλευθεί το πλεονέκτημα που διαθέτει σε αυτόν τον τομέα και να κάνει χρήση του παραμελημένου, πολιτισμικού οπλοστασίου της. Η προώθηση της οικουμενικής διάστασης του Ελληνισμού, η συνεχής υπενθύμιση της παγκόσμιας προσφοράς αυτού και η προσπάθεια ανάδειξης της χώρας σε παγκόσμια πολιτιστική κοιτίδα, οφείλουν να είναι αδιαπραγμάτευτοι στόχοι, οι οποίοι θα εκτοξεύσουν το απόθεμα ήπιας ισχύος της χώρας. Η ενίσχυση υπαρχόντων και η δημιουργία νέων εδρών ελληνικών σπουδών σε Πανεπιστήμια του εξωτερικού, η πραγματοποίηση εκστρατειών προώθησης της ελληνικής γλώσσας, η διοργάνωση διεθνών εκθέσεων προβολής του ιστορικού πλούτου της χώρας, η χρήση της έβδομης τέχνης για την ανάδειξη της ελληνικής συμβολής σε κομβικά σημεία της ιστορίας καθώς και η τιμητική βράβευση προσωπικοτήτων διεθνούς φήμης που συμβάλλουν στην προβολή της χώρας, είναι ενδεικτικές ενέργειες που μπορούν να πραγματοποιηθούν προς αυτό το σκοπό. Σε αυτή την προσπάθεια, κομβικό ρόλο δύναται και οφείλει να διαδραματίσει η ανά τον κόσμο ακμάζουσα ελληνική διασπορά. Δεν υποστηρίζεται αφελώς ότι ένα τέτοιο εγχείρημα είναι εύκολο. Οφείλει όμως να αποτελέσει ένα μακροχρόνιο εθνικό στόχο που θα επιδιωχθεί με πίστη, προσήλωση, συνέπεια και συνέχεια. Όπως έλεγε και ο Μέγας Αλέξανδρος: «πονούντων και κινδυνευόντων τα καλά και μεγάλα έργα». Η σημαντική αυτή αναβάθμιση της εικόνας και του διεθνούς κύρους της χώρας, θα συμβάλλει και έναντι της τουρκικής απειλής.
Η Ελλάδα και η Τουρκία αποτελούν κατά μία άποψη τα άκρα ενός διπόλου. Οι εθνικές ταυτότητες δημιουργούνται και νοηματοδοτούνται μέσω της αντίθεσης με το διαφορετικό, τον Άλλο. Σύμφωνα με αυτή την οπτική, ο Έλληνας είναι η αντιθετική εικόνα του Τούρκου και άρα η Ελλάδα είναι η αντιθετική εικόνα της Τουρκίας. Αν και αυτές οι στερεοτυπικές εικόνες δεν αντανακλούν πλήρως την πραγματικότητα, είναι απαραίτητες προκειμένου να απλοποιηθεί, κατανοηθεί και ερμηνευθεί η πολυπλοκότητα του διεθνούς περιβάλλοντος. Με άλλα λόγια αποτελούν ένα ιδιαίτερο είδος ταξινόμησης και επεξεργασίας του μεγάλου όγκου πληροφοριών που δέχεται το άτομο, ώστε να μπορέσει να σχηματίσει άποψη για τα τεκταινόμενα.
Η σύγχρονη Τουρκία ποτέ δεν υπήρξε ένα πραγματικά δημοκρατικό κράτος αλλά ένα ανελεύθερο καθεστώς με δημοκρατικό μανδύα. Υπό τον Recep Tayyip Erdoğan όμως, τα τελευταία χρόνια προχώρησε ένα βήμα παραπέρα αγγίζοντας το δεσποτισμό. Η ρήση του Βρετανού λόρδου, John Dalberg-Acton, ότι «η εξουσία έχει την τάση να διαφθείρει και η απόλυτη εξουσία διαφθείρει απόλυτα», βρίσκει πλήρη εφαρμογή στην περίπτωση αυτή.
Ο Τούρκος Πρόεδρος μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες που βρίσκεται γαντζωμένος στην εξουσία και την πληθώρα των καταγγελιών για εκτεταμένη διαφθορά, έχει μετατραπεί από έναν αρχικά φιλελεύθερο μεταρρυθμιστή σε έναν αυταρχικό ηγέτη που διώκει ανελέητα κάθε πολιτικό αντίπαλο και καταπνίγει κάθε φωνή διαμαρτυρίας.
Η πιο πρόσφατη απόφασή του να αποχωρήσει η Τουρκία από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης για τη βία κατά των γυναικών και την ενδοοικογενειακή βία, αποτελεί άλλο ένα δείγμα της αυταρχικής πορείας που έχει χαράξει, στοχεύοντας πλέον στην εξασφάλιση της στήριξης των υπερεθνικιστών του Devlet Bahçeli (γκρίζοι λύκοι) και των συντηρητικών μουσουλμάνων, για να διατηρηθεί στην εξουσία. Ως συνέπεια, ένα σημαντικό τμήμα της τουρκικής κοινωνίας νιώθει να καταπιέζεται και να περιθωριοποιείται εντός του ερντογανικού κοινωνικού μετασχηματισμού, αναζητώντας μια διέξοδο. Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια και ιδίως μετά τις εκλογές του 2018, όλο και περισσότεροι Τούρκοι πολίτες μετοικούν ή έχουν ένα σχέδιο μετοίκησης στο εξωτερικό εάν η κατάσταση γίνει αφόρητη. Αρκετοί δε από αυτούς, επιζητούν άσυλο στην Ελλάδα ή αν η οικονομική τους κατάσταση το επιτρέπει, κάνουν χρήση του προγράμματος της Xρυσής Βίζας (Golden Visa).
Όσο λοιπόν ο Erdoğan ρέπει προς το δεσποτισμό τόσο η Ελλάδα θα είναι σε θέση να παρουσιάζει την ελληνοτουρκική διαμάχη όχι ως μια απλή διμερή, διακρατική διαφορά ούτε ως μια ευρωτουρκική διαφορά αλλά ως διαφορά μεταξύ δύο κοσμοθεωριών. Mια σύγκρουση μεταξύ δύο τρόπων ζωής, του ελεύθερου και του απολυταρχικού.
Επιπροσθέτως, ο υποχρεωτικός εξισλαμισμός μεγάλων πληθυσμιακών ομάδων κατά την οθωμανική περίοδο και η δια της βίας επιβολή της τουρκικής εθνικής ταυτότητας κατά τη δημιουργία του σύγχρονου κράτους από τον Mustafa Kemal είχαν ως συνέπεια τη δημιουργία ενός είδους ανασφάλειας στην εκάστοτε τουρκική ηγεσία σχετικά με τη συνοχή της κοινωνικής βάσης. Οι διώξεις και τα πογκρόμ εναντίον μειονοτήτων με διαφορετική εθνική, θρησκευτική ή πολιτισμική ταυτότητα στην Τουρκία καθώς και η συνεχιζόμενη διαμάχη για την αναγνώριση μιας ξεχωριστής κουρδικής ταυτότητας, είναι ενδεικτικά παραδείγματα της ανασφάλειας αυτής.
Πλέον όμως, στην εποχή της πληροφορίας και του διαδικτύου είναι δύσκολο για τα αυταρχικά καθεστώτα να απομονώσουν τον πληθυσμό τους από τον εξωτερικό κόσμο και τις έξωθεν επιρροές. Όπως ανέφερε σε μια συνέντευξή του το 2019, ο Τούρκος συγγραφέας και ακτιβιστής Tamer Cillingir, ο οποίος αυτοπροσδιορίζεται ως εξισλαμισμένος Έλληνας και ζει στην Ελβετία, «γεννήθηκα σε περιοχή που ανήκε σε ελληνικούς πληθυσμούς και παρότι είχαμε γίνει μουσουλμάνοι, μας είχαν εξισλαμίσει, η ελληνική κουλτούρα εξακολουθούσε να έχει μεγάλη επιρροή επάνω μου», προσθέτοντας πως «είναι πολλοί αυτοί που δεν γνωρίζουν το παρελθόν και την καταγωγή τους κάτι για το οποίο φρόντισαν διαδοχικά όλες οι τουρκικές κυβερνήσεις». Συνεχίζοντας τη συνέντευξη ανέφερε ότι «παρότι είχα βρει στοιχεία για την ελληνική μου καταγωγή, έκανα και τεστ DNA σε μια αμερικάνικη εταιρεία και το αποτέλεσμα έδειξε πως το ποσοστό DNA σαν αυτό που έχει καταγραφεί στην κεντρική Ασία, ήταν μηδενικό. Δηλαδή δεν ήμουν Τούρκος. Ωστόσο έδειξε πως είμαι Έλληνας κατά 86% και άλλο ένα 14% του DNA μου είναι ιταλικό. Όμως το σημαντικότερο δεν είναι τα γονίδια, αλλά η κουλτούρα και ο αντίκτυπος του ελληνισμού επάνω μου. Γι′ αυτό και θεωρώ τον εαυτό μου Έλληνα».
Αυτή ακριβώς είναι η καλύτερη μαρτυρία για την οικουμενική διάσταση και τη δυναμική του Ελληνισμού. Ο Tamer Cillingir δεν είναι φυσικά ο μόνος που αποφάσισε να αναζητήσει τις ρίζες του. Στην Τουρκία υπάρχει μια τάση τα τελευταία χρόνια όπου αρκετά άτομα ασχολούνται με την διερεύνηση της καταγωγής τους, με ορισμένους να υποβάλλονται ακόμα και σε τεστ DNA.
Τα αποτελέσματα ενίοτε προκαλούν αρχικά έκπληξη και στη συνέχεια αμφισβήτηση σχετικά με το αφήγημα του ενιαίου τουρκικού έθνους. Αυτή η «ρωγμή» στην επιβληθείσα τουρκική ταυτότητα σε συνάρτηση με τη δημοκρατική οπισθοδρόμηση και τη συνακόλουθη αυξανόμενη δυσαρέσκεια σημαντικής μερίδας της κοινωνίας, μπορούν να παρουσιάσουν ιδιαίτερη «ευαλωτότητα» στην επιρροή μιας αναβαθμισμένης ελληνικής ήπιας ισχύος! Άλλωστε, ο Ελληνισμός έχει αποδείξει ιστορικά ότι διαθέτει μεγάλη ικανότητα διείσδυσης και αφομοίωσης. Χαρακτηριστική είναι η ρήση του Λατίνου ποιητή, Quintus Horatius Flaccus: «Η κατακτημένη Ελλάς κατέκτησε τον σκληρό κατακτητή της και εισήγαγε τις τέχνες στο άξεστο Λάτιο» (Graecia capta ferum victorem cepit et artes intulit agresti Latiο).
Αξίζει να σημειωθεί επ’ αυτού ότι από κοινού με άλλες εθνικές – πολιτισμικές ομάδες όπως οι Ασσύριοι και οι Αρμένιοι που έχουν επίσης ιστορική παρουσία στα εδάφη της Μικράς Ασίας, θα μπορούσαν να διοργανωθούν εκστρατείες προβολής του πολιτισμικού αποτυπώματος αυτών των πληθυσμών στην εν λόγω περιοχή καθώς και των τουρκικών πολιτικών αναγκαστικής αφομοίωσης που υπέστησαν, ενισχύοντας τοιουτοτρόπως έτι περαιτέρω την υφιστάμενη τάση διερεύνησης του παρελθόντος στο εσωτερικό της γείτονος.
Εν τέλει, κάτι που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι για να πραγματοποιηθούν όλα τα ανωτέρω θα πρέπει πρώτα η ίδια η ελληνική κοινωνία να βγει από το τέλμα που έχει περιέλθει και να αναγεννηθεί. Αυτό σημαίνει να ανακαλύψει εκ νέου την πολιτισμική της ταυτότητα, να γνωρίσει σε βάθος την ιστορία και το νόημα του Ελληνισμού και να απαλλαγεί από σύγχρονες ιδεοληψίες που προτάσσουν την αποδόμηση και την καταστροφή έναντι της σύνθεσης και της δημιουργίας.
Άρθρο του Γιώργου Παπαπολυχρονίου