Η καγκελάριος Μέρκελ (CDU) απέρριψε και πάλι με σαφήνεια τα κορονοομόλογα με αμοιβαιοποήση του χρέους των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης προκειμένου να αντιμετωπισθούν οι συνέπειες της τρέχουσας κρίσης.
Σύμφωνα με συμμετέχοντες σε σημερινή ειδική τηλεδιάσκεψη της κοινοβουλευτικής ομάδας του κόμματός της (CDU), η Μέρκελ είπε ότι η Ευρώπη πρέπει να επιδείξει αλληλεγγύη στις δοκιμαζόμενες από τον κορονοϊό χώρες.
Άλλοι συμμετέχοντες ανέφεραν ότι ο καγκελάριος εμφανίστηκε μεν πολύ ανοικτή σε οικονομική αλληλεγγύη της Γερμανίας, αλλά για κοινό δανεισμό μέσω των λεγομένων κορονοομολόγων απουσιάζει η “πολιτική ένωση”, είπε σύμφωνα με τους ίδιους.
Σημειώνεται ότι η Γαλλία και η Γερμανία ετοιμάζουν μια συμβιβαστική πρόταση για να την υποβάλουν στους υπουργούς Οικονομικών της ευρωζώνης αργότερα σήμερα ώστε να ξεπεραστεί το αδιέξοδο για την απόκριση στις οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού, όπως δήλωσε σήμερα αξιωματούχος του γαλλικού υπουργείου Οικονομικών.
«Αυτή τη στιγμή διεξάγονται συνομιλίες. Η Γαλλία και η Γερμανία εργάζονται για έναν συμβιβασμό», δήλωσε ο αξιωματούχος πριν από τον τελευταίο γύρο των συνομιλιών που αναμένεται να ξεκινήσει στις 18:00 ώρα Ελλάδας.
Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Μαρκ Ρούτε δήλωσε πως πιστεύει ότι είναι δυνατόν οι Ευρωπαίοι υπουργοί Οικονομικών να καταλήξουν σε μια συμφωνία για ένα πακέτο στήριξης 500 δισ. ευρώ για να αντισταθμιστούν οι οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας του κορονοϊού.
«Προσπαθούμε να κάνουμε τα μέγιστα για να βοηθήσουμε να οδηγηθούν οι διαπραγματεύσεις σε μια επιτυχή ολοκλήρωση», δήλωσε ο Ρούτε σε δημοσιογράφους, σε συνέντευξη Τύπου στη Χάγη, λίγο πριν ξεκινήσει η συνεδρίαση του Eurogroup μέσω τηλεδιάσκεψης.
Όπως επισημαίνουν κοινοτικές και διπλωματικές πηγές στις Βρυξέλλες, μια νέα αποτυχία σήμερα μετά την προχθεσινή, θα επιδείνωνε σημαντικά το πολιτικό κλίμα στην Ευρωζώνη σε μια περίοδο που χρειάζονται κοινές προσπάθειες και πάνω απ΄ όλα αλληλεγγύη για την επίλυση των σημαντικών προβλημάτων που θα αφήσει η πανδημία στην ευρωπαϊκή οικονομία.
Υπενθυμίζεται ότι οι κυβερνήσεις της ΕΕ ενίσχυσαν σήμερα την πίεση στην Ολλανδία να ξεμπλοκάρει την οικονομική στήριξη για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου του κορονοϊού, με την Ιταλία να δηλώνει ότι διακυβεύεται το μέλλον της ΕΕ.
«Είναι μία μεγάλη υπαρξιακή πρόκληση της Ευρώπης», τόνισε ο Ιταλός πρωθυπουργός Τζουζέπε Κόντε στο BBC.
«Αν η Ευρώπη δεν μπορέσει να παρουσιάσει μία νομισματική και χρηματοδοτική πολιτική που θα είναι επαρκής για τη μεγαλύτερη πρόκληση από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, όχι μόνο οι Ιταλοί αλλά και οι Ευρωπαίοι πολίτες θα είναι βαθειά απογοητευμένοι», πρόσθεσε.
Το πακέτο μέτρων που συζητεί το Eurogroup, με το οποίο η συνολική δημοσιονομική απάντηση της ΕΕ στην επιδημία θα ανερχόταν στα 3,2 τρισ. ευρώ – το μεγαλύτερο στον κόσμο – περιλαμβάνει μέτρα που μπορούν να ληφθούν τώρα καθώς και σχέδια για τη στήριξη της ανάκαμψης αργότερα.
Και τα δύο περιλαμβάνουν αμφιλεγόμενα στοιχεία που αναδεικνύουν τις μεγάλες διαφορές μεταξύ των χωρών της ΕΕ όσον αφορά την προσέγγισή τους σχετικά με τον επιμερισμό του χρηματοδοτικού βάρους στην κρίση, επαναφέροντας τις δυσάρεστες συζητήσεις και τη δυσπιστία της κρίσης κρατικού χρέους του 2010-2012.
Το τμήμα του πακέτου, που έχει σε μεγάλο βαθμό συμφωνηθεί, είναι οι εγγυήσεις στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για τη στήριξη των επιχειρήσεων και για το σχήμα με το οποίο η ΕΕ θα επιδοτεί τους μισθούς σε όλη την Ένωση, ώστε οι εταιρείες να μπορούν να μειώνουν τις ώρες εργασίας και όχι τις θέσεις απασχόλησης.
Το σχέδιο, όμως, για τη χρηματοδότηση της ανάκαμψης μετά την επιδημία εγείρει περισσότερα ζητήματα, επειδή η Γαλλία θέλει τα χρήματα, τα οποία θα μπορούσαν να φάνουν στο 3% του ΑΕΠ της ΕΕ ή σε περισσότερα από 400 δισ. ευρώ, να τα δανείζονται όλες οι χώρες της ΕΕ από κοινού από την αγορά.
Αυτό αποτελεί μία κόκκινη γραμμή για τη Γερμανία, την Ολλανδία, τη Φινλανδία και την Αυστρία, οι οποίες είναι σθεναρά αντίθετες σε κοινή έκδοση χρέους, ακόμη και στην έκτακτη κατάσταση της πανδημίας του κορονοϊού.
Αξιωματούχοι ανέφεραν ότι οι υπουργοί είναι πιθανόν να παρακάμψουν το πρόβλημα επισημαίνοντας την ανάγκη για ένα ταμείο ανάκαμψης, για το οποίο υπάρχει συναίνεση και να ζητήσουν από τους ηγέτες οδηγίες για το πώς θα χρηματοδοτηθεί αυτό, ώστε να μπορούν οι υπουργοί να κάνουν αργότερα τη δική τους επεξεργασία.