Ο σύγχρονος άνθρωπος δεν μπορεί να είναι ένας τυχοδιώκτης εξερευνητής παρθένων τόπων, νομοθέτης του εαυτού του και ανεξέλεγκτος δεσπότης της άγνοιάς του.
Ο σύγχρονος άνθρωπος που είδε τις πόρτες των επιθυμιών του εν πολλοίς να κλείνουν και το πεδίο της τυχοδιωκτικής περιπέτειας να στενεύει ανεπανόρθωτα, με το υπερτροφικά αναπτυσσόμενο χέρι του όλου και πιο πολύ συγκεντρωτικού και ενοχλητικού κράτους να απλώνεται, οικειώθηκε την ιδέα της κοινωνικότητας περισσότερο και υποχρεώθηκε να παραδεχθεί τον εαυτό του μέσα στη γεωγραφική περιοχή που του έταξε η μοίρα.
Από τη στιγμή της ψυχολογικής επανεγκατάστασης του Ευρωπαίου στην Ευρώπη, από την ώρα που έγινε ο δούλος της ιστορικής σχετικότητας, κατά τον ιστορικό Arnold Toynbee, ο άνθρωπος έχει βαθύτατα συναισθανθεί τον παραλογισμό του θεωρήματος ότι είναι μια αξία καθ” εαυτήν, δηλαδή χωρίς το κοινωνικό υπόβαθρο που στηρίζει και αξιοποεί την αξία αυτή.
Και ταυτόχρονα ο Ευρωπαίος απέκτησε συνείδηση της αλήθειας περί προοδευτικότητας και σε τι συνίσταται αυτή, όχι σε θεωρητικό επίπεδο και υποκινούμενη από την αδράνεια της σκέψης, είτε από αδιαφορία προς τη γόνιμη συνέχεια του λογισμού, αλλά αποκτώντας ισχυρή αντίληψη του εννοιολογικού περιεχομένου της προόδου.
Και ως πρόοδο μπορούμε να δεχθούμε την τάση και τη διαρκή προσπάθεια για την προσέγγιση κάποιου ανώτερου ιδεώδους με σκοπό την υλική και πνευματική εξύψωση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κι αν με αφετηρία τις παραπάνω σκέψεις, προσπαθήσουμε να ακτινοσκοπήσουμε την ελληνική πραγματικότητα, θα διαπιστώσουμε ότι οι έννοιες της προόδου και του «προοδευτικού» δεινοπάθησαν κυριολεκτικά, από την πληθώρα των παραποιήσεων και των πλαστογραφιών που υπέστησαν κατά καιρούς, από τους ανενδοίαστους δημαγωγούς.
Γιατί οι προπαγανδιστές των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων δεν ενοχλούνται ούτε από τις λογικές αντιφάσεις, ούτε από τα απίθανα ψεύδη, γιατί απευθύνονται στο συναίσθημα και ποτέ στη λογική. Προσπαθούν να διαμορφώσουν πεποιθήσεις με τη βοήθεια ψυχολογικών τεχνασμάτων και όχι με λογικά επιχειρήματα.
Οι ιδέες και οι αντιλήψεις της εξουσιαστικής προπαγάνδας παρουσιάζονται πάντα ως «προοδευτικές», που συντελούν στη μεγάλη ή στην ανατρεπτική εξέλιξη του κοινωνικού συνόλου.
Όλες οι πολιτικοφιλοσοφικές κοσμοθεωρίες και οι παραποιημένες αποκλίσεις τους, που προπαγάνδισαν ως προοδευτικές και ήταν φυσικό να συγκινήσουν, γιατί υποτίθεται πληρούσαν τις προϋποθέσεις για πρόοδο και κοινωνική δικαιοσύνη, δεν πληρούσαν την πλέον απαραίτητη: Την εγκυρότητα του ιδεώδους. Πράγμα που δεν ήταν φανερό στα χρόνια του πειράματος και για τους πολλούς ήταν δύσκολο να διαπιστωθεί η λογική αντινομία και η ουτοπία του συστήματος…
Και ένα φαινόμενο που ουσιαστικά αποδιαλύει την ελληνική κοινωνία είναι το σύνδρομο της «προοδευτικότητας». Φοβερό σύνδρομο! Αν δεν έχεις το… παράσημο της προοδευτικότητας είσαι ένα «τίποτα», ένα διεσταλμένο μηδενικό,είσαι «συντηρήκλα» και «μούχλα». Κάτι δηλαδή που ξεπετάχθηκε από τη… ναφθαλίνη.
Το σύνδρομο της «προοδευτικότητας» προσέλαβε την τερατώδη μορφή του τις τέσσερις τελευταίες δεκαετίες. Και καθιερώθηκε. Έγινε τρόπος αντίδρασης και διαβατήριο για την Ελλάδα των ελάχιστων ευκαιριών και των ανυπέρβλητων αναγκών. Ούτε η λέξη «αλλαγή» ή η άλλη «εκσυγχρονισμός» ή ακόμη και η μεταγενέστερη «επανίδρυση», μπόρεσαν να αντικαταστήσουν την αναμασημένη λέξη της προοδευτικότητας.
Κι ας έγιναν κάποιες φιλότιμες προσπάθειες από θνησιγενείς πολιτικούς χώρους ή ανεπηρέαστες προσωπικότητες. Κι ας ταυτίστηκε η έννοια της «προοδευτικότητας» με την κατάρρευση των μύθων της Αριστεράς.
Η αλήθεια είναι ότι η σοσιαλιστική επιδρομή, χωρίς βέβαια σοσιαλισμό,που αριστοτεχνικά σχεδίασε και υλοποίησε ο Ανδρέας Παπανδρέου, για να απομυθοποιήσει τους συνώνυμους – ισμούς, γέννησε το τερατόμορφο πρόσωπο του σημερινού, συνήθως αυτοπροσδιορισμένου. «προοδευτικού» Ελληνα. Στην κονιορτοποίηση των όρων αριστερός, κεντρώος, δεξιός, δεν βρέθηκε το αντιστάθμισμα.
Η λεγόμενη «προοδευτικότητα», που τη μονοπωλούσε χωρίς και ευρύτερους αποδέκτες η Αριστερά, έμεινε άστεγη. Οπότε, οι «προδευτικοί» στο χώρο του ξεπερασμένου βερμπαλισμού, έπρεπε κάποια ώρα να αντιμετωπίσουν την πράξη.
Η ιδιότυπη ελληνική κοινωνία μετά τη μεταπολίτευση περιέπεσε όντως στη σοσιαλμανία χωρίς σοσιαλισμό. Αυτή η μανία έγινε σχιζοφρένεια πολιτική και κοινωνική, γιατί ακριβώς έχασε το μύθο της λογικής αιτιολογίας της «Δεξιάς», που της «έφραζε» το δρόμο. Το να επιμένεις σοσιαλιστικά χωρίς σοσιαλισμό ή θρησκευτικά χωρίς θρησκεία, διανοίγεις το κενό μεταξύ λογικής και παραλόγου.
Η «προοδευτικότητα» λοιπόν έμεινε μετέωρη με το πραγματοποιημένο άλμα στο κενό. Αυτή είναι η ψυχολογική μετάσταση του όγκου.
Στην πράξη, στον αμείλικτο ρεαλισμό, έχουμε το χείριστο. Και τούτο γιατί στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, που ο κρατισμός ήταν ο μόνος όρος ζωής, ο ιδιώτης μπορούσε να βρίσκεται σε απόγνωση, αλλά όχι στο κενό.
Λειτουργούσε ο ρεαλισμός του «δεν μπορώ να κάνω τίποτα πέραν της κρατικοποίησής μου ως προσώπου». Επρόκειτο για δικαιολογία και κάλυψη μαζί. Επειδή λοιπόν το κράτος αυτοβαφτιζόταν προοδευτικό και οι πολίτες ως αναγκαστικά θητεύοντας στο κρατικό εκτροφείο «έβγαιναν» προοδευτικοί. Με άλλα λόγια, η κλώσσα βγάζει κλωσσόπουλα και η μαϊμού μαϊμουδάκια προοδευτικά χωρίς πρόοδο!..
Ο ελληνικός όμως σοσιαλισμός των πρώτων χρόνων δεν μονοπωλούσε τέτοια εκτροφεία, γιατί δεν ήταν καν στην πρόθεσή του να τα έχει. Η ιδιωτική πρωτοβουλία παρέμεινε το μαρτύριο των «προοδευτικών». Γιατί; Δεν υπήρχε η κρατικοποίηση των πολιτών για να έχουν άλλοθι οι μηδενισμένοι. Και μηδενισμένους μπορούμε να θεωρήσουμε όσους βλέπουν την προοδευτικότητα ως μόνιμη αγκύλωση από τον απόλυτο κρατισμό, που κατά δυστυχία τους δεν υπάρχει.
Έτσι γεννήθηκε το σύνδρομο της «προοδευτικότητας». Με όλους αυτούς που κατά καιρούς παρίσταναν τους προοδευτικούς, και ακόμη πολλοί το κάνουν, οι ευνουχιστικά κρατικοποιημένοι.
Οι κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες με το παράσημο της «προοδευτικότητας» καρφιτσωμένο στο πέτο τους, εργολάβοι και μετέπειτα «βαρόνοι» των ΜΜΕ και οι διάφοροι κομματικοί ένθετοι. Όλοι αυτοί που έχουν αποστραγγίξει την καραμέλα της προοδευτικότητας, όντας τα περιδεέσταρα και τα οπισθοδρομικότερα όντα.
Για πολλά χρόνια ύψωναν λάβαρα και φωνές στο νύχτωμα των ιδεολογιών. Και σήμερα «στηρίζουν» τις μνημονιακές πολιτικές προσβλέποντας σε ανομολόγητα οφέλη.
Κι αυτή είναι η χειρότερη κοινωνική ψυχασθένεια των σημερινών Ελλήνων. Οι εχθροί της προόδου θεωρούν εχθρούς τους πασχίζοντες. Κι αν μεν ήταν απλώς κάποια φλυαρία στο κοινωνικό νύχτωμα, το φαινόμενο δεν θα ήταν και τόσο οδυνηρό. Όταν, όμως, ο ιδιώτης της πρωτοβουλίας έπρεπε για χρόνια να περάσει από τον κρατικοποιημένο «προοδευτικό»της αβουλίας και της κομματικής παχυδερμίας, το φαινόμενο ήταν λογικό να έχει βαριές κοινωνικές επιπτώσεις.
Δηλαδή οι ψυχασθενείς των γκρεμισμένων στεγάστρων προχώρησαν στην αντικοινωνικότητα. Ύψωσαν τα τείχη του μίσους και της εχθρότητας ενάντια στους προοδευτικούς, που τους ονόμαζαν συντηρητικούς, επειδή αρνιόντουσαν να κρατικοποιηθούν. Οπότε εχθρός έγινε η πρόοδος και οι προοδευτικοί που την υποστασίαζαν.
Και υπήρχε πάντα η δικαιολογία των «ιδεών», που το «δεξιό» καθεστώς τις πολεμάει και ήταν οι ίδιοι πολέμιοι, ανασταλτικοί, μόνιμα τροχοπέδη. Κι όλα αυτά σε μια χρονική περίοδο, που σοσιαλιστικά προοδευτικός για την Ελλάδα και για όλο τον κόσμο σήμαινε συνδυασμό δειλίας, οκνηρίας και αδιαφορίας.