Το Facebook έγινε 15 ετών. Ο γίγαντας της κοινωνικής δικτύωσης έχει αλλάξει τις κοινωνίες μας με τόσο δραστικό τρόπο ώστε πλέον υπάρχει ένα «πριν» και ένα «μετά» την εποχή του Facebook. Το πιο δημοφιλές απ’ όλα τα social media γεννήθηκε στις 4 Φεβρουαρίου 2004 ως μια διαδικτυακή πλατφόρμα «νέας γενιάς» που ποντάρισε στην ενστικτώδη επιθυμία των ανθρώπων να μαθαίνουν για τους άλλους και να αυτοπροβάλλονται.
Το 2008 ο μεγιστάνας των μίντια Ρούπερτ Μέρντοχ το χαρακτήριζε «η μόδα του μήνα». Αντίθετα, όμως, με τις προβλέψεις του, το Facebook παρέμεινε στην κορυφή συνεχίζοντας να εξαπλώνεται σε όλο τον κόσμο και αγοράζοντας τους ανταγωνιστές του, συμπεριλαμβανομένων του Instagram (εφαρμογή διαμοιρασμού φωτογραφιών) και του WhatsApp (εφαρμογή μηνυμάτων). Στο απόγειο της επιτυχίας του ο μέσος χρήστης περνούσε μία ώρα την ημέρα στις πλατφόρμες του Facebook.
Ελάχιστες εταιρείες έχουν ασκήσει τόσο μεγάλη επιρροή στην κοινωνία, αλλάζοντας εκ βάθρων τις συνήθειες επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, διαμορφώνοντας την αντίληψή τους για τα γεγονότα που συμβαίνουν και επαναπροσδιορίζοντας την έννοια της λέξης «φίλος».
Σε αυτά τα 15 χρόνια από την ίδρυσή του το Facebook επηρέασε τις κοινωνίες με τέσσερις αξιοσημείωτους τρόπους.
Ζητούν αναγνώριση
Πρώτον, η εταιρεία κυριολεκτικά εξέθρεψε μια «οικονομία του Εγώ» (me-economy), όπου οι άνθρωποι μοιράζονται, ακόμα και σε υπερθετικό βαθμό, τα συναισθήματά τους, τα σχόλιά τους και τις φωτογραφίες τους.
Οι άνθρωποι δεν μοιράζονται κάποιο περιεχόμενο απλώς και μόνο επειδή είναι ενημερωτικό. Μοιράζονται πληροφόρηση επειδή αποζητούν προσοχή και αναγνώριση για τους ίδιους. Θέλουν να ακούγονται, θέλουν να τους βλέπουν και θέλουν να χαίρουν σεβασμού. Αποζητούν τα post τους να γίνονται liked και να κοινοποιούνται.
Το κάθε κομμάτι περιεχομένου μέσα στο Facebook αποσπά την προσοχή για μόλις λίγα δευτερόλεπτα, αφού τόσο κοιτάζει ο μέσος χρήστης το οτιδήποτε. Όμως, είναι η γενική προσοχή και η συνολική ενασχόληση που μετράει, όχι τόσο η πληροφορία. Αυτή, δηλαδή η γενική προσοχή, είναι που πωλείται στους διαφημιστές και αυτή είναι που παρέχει στο ίδιο το Facebook λεπτομερή δεδομένα για τη συμπεριφορά του χρήστη.
Έξαρση του μπούλινγκ
Δεύτερον, το Facebook άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο αλληλεπιδρούν οι άνθρωποι μεταξύ τους. Οι πλήρεις επιπτώσεις των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και ειδικότερα του Facebook στον ψυχισμό των νεότερων θα πάρουν χρόνια για να καταγραφούν όλες μία προς μία. Είναι, όμως, ήδη ξεκάθαρο ότι έχει αλλάξει την ανθρώπινη αλληλεπίδραση.
Μέσα από την «ασφάλεια» της ανωνυμίας και της απόστασης που προσφέρει η οθόνη, το μπούλινγκ έχει γίνει θλιβερά συνηθισμένο, με το 59% των εφήβων σε Ευρώπη και ΗΠΑ να δηλώνουν ότι έχουν υποστεί μπούλινγκ ή παρενόχληση online.
Κάποιοι ερευνητές ήδη κατηγορούν το Facebook ότι ενθαρρύνει τον εφηβικό ναρκισσισμό, το άγχος, την κατάθλιψη και την ανασφάλεια.
Το δίκτυο καλλιέργησε τις online φιλίες αλλά παράλληλα άλλαξε και τη φύση των εκτός ίντερνετ κοινωνικών σχέσεων. Σύμφωνα με έρευνα της Common Sense Media, το 2012 περίπου οι μισοί στις ηλικίες 13-17 προτιμούσαν να επικοινωνούν με τους φίλους τους δια ζώσης. Σήμερα μόνο το 32% το προτιμά, δηλώνοντας ότι προτιμά το texting (μηνύματα) από τη δια ζώσης επικοινωνία.
Εμπόριο δεδομένων
Τρίτον, το Facebook άλλαξε τις απόψεις περί ιδιωτικότητας. Το κοινωνικό δίκτυο θριάμβευσε ουσιαστικά μέσω της εμπιστοσύνης.
Για πρώτη φορά οι άνθρωποι ένιωθαν τόσο άνετα να μοιράζονται τις πιο ιδιωτικές τους πληροφορίες και λεπτομέρειες όπως τα τηλέφωνά τους, τις φωτογραφίες τους, τις προσωπικές και ερωτικές τους στιγμές, το αν είναι σε σχέση ή όχι, το πού βρίσκονται, τι τους αρέσει και τι όχι, πώς νιώθουν και πολλά άλλα, επειδή θεωρούσαν ότι μπορούσαν να ελέγχουν ποιος έχει πρόσβαση σε αυτές τις πληροφορίες.
Οι χρήστες είχαν μια γενική και αόριστη επίγνωση ότι το Facebook είχε αρχίσει να βγάζει αμύθητα κέρδη με το να παίρνει τα δεδομένα τους, κάνοντας «εξόρυξη» data και πουλώντας στους διαφημιστές την πρόσβαση που έχει στους χρήστες του. Αρχικά οι περισσότεροι χρήστες δεν φάνηκε να έχουν κάποια αντίρρηση.
Αυτή η τυφλή εμπιστοσύνη και η χαλαρή στάση περί ιδιωτικότητας άρχισε πια να αλλάζει εις βάρος του Facebook. Τα δημόσια σκάνδαλα περί εταιρειών που απέκτησαν πρόσβαση στα προσωπικά δεδομένων των χρηστών, όπως το περσινό φιάσκο της Cambridge Analytica, έριξαν άπλετο φως στην τεράστια συλλογή ιδιωτικών πληροφοριών που διαθέτει το Facebook για τους χρήστες του.
Μετά τα σκάνδαλα περί ιδιωτικότητας, η προτίμηση του κοινού στο Facebook έπεσε κατακόρυφα το 2018 σύμφωνα με μετρήσεις της Pew Research και του Reputation Institute. Ένα φρέσκο σκάνδαλο με επίκεντρο το ότι το Facebook κατασκοπεύει τις online δραστηριότητες των χρηστών του με το πρόσχημα έρευνας αναμένεται να πλήξει περαιτέρω το ίματζ της εταιρίας.
Παραπληροφόρηση
Τέταρτον, το Facebook σημάδεψε με ανεξίτηλο τρόπο την πολιτική, τις πολιτικές καμπάνιες, αλλά και τη διαμόρφωση πολιτικών απόψεων.
Η εταιρεία αποτελεί πια ανεκτίμητο εργαλείο για τους πολιτικούς, τόσο μέσω πληρωμένων διαφημίσεων για πρόσβαση στους ψηφοφόρους όσο και μέσω ελεύθερου περιεχομένου που εξαπλώνεται στο κοινωνικό δίκτυο.
Το 2016, στην εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ, ο ρόλος του Facebook υπήρξε ιδιαίτερα αμφιλεγόμενος. Κατηγορήθηκε ότι μέσω της πλατφόρμας του διαδόθηκαν ευρέως ψεύτικες ειδήσεις, αλλά και επετράπη σε Ρώσους να αναμιχθούν με μηνύματα στα κοινωνικά δίκτυα, γεγονότα που βοήθησαν την καμπάνια του Τραμπ.
Η εξάπλωση των «μικρόκοσμων» του Facebook, των «ομάδων» στις οποίες οι άνθρωποι βλέπουν τις προσωπικές τους προκαταλήψεις να ενισχύονται και να «νομιμοποιούνται» online με γκρουπ όπου ανακυκλώνονται και ενδυναμώνονται οι ίδιες απόψεις – πεποιθήσεις, εκτιμάται ότι θόλωσαν την κρίση πολλών ψηφοφόρων.
Αυτά τα «οικοσυστήματα» του Facebook αποτελούν σύμπτωμα της πολιτικής πόλωσης, αλλά δεν οφείλονται μόνο σε αυτή. Οι αλγόριθμοι που χρησιμοποιεί το Facebok είναι σχεδιασμένοι για να διασφαλίζουν ότι οι χρήστες θα βλέπουν ως επί το πλείστον πληροφορίες με τις οποίες θα θέλουν να αλληλεπιδράσουν.
Αυτό τείνει να τους οδηγεί σε ομοειδή γκρουπ, όπου άτομα με τις ίδιες απόψεις διαμοιράζονται ίδιες πληροφορίες, πράγμα που συχνά μεταμορφώνει μετριοπαθείς απόψεις σε ακραίες. Το συγκεκριμένο φαινόμενο με τη σειρά του εκτοξεύει την ήδη υπάρχουσα πολιτική πόλωση.
«Εργαλεία» και «κοινή οργή»
Όταν κάποιος θέλει να βάλει αυτά τα «οικοσυστήματα» του Facebook να δουλέψουν για πολιτικούς σκοπούς, χρησιμοποιεί διάφορα εργαλεία:
● Το ένα είναι το χιούμορ. Ανακυκλώνεται εύκολα και γρήγορα και, επιπλέον, διαχωρίζει τους μεν από τους δε. Το πώς εκλαμβάνει ένας χρήστης ένα συγκεκριμένο αστείο τον κατατάσσει στη μια ή την άλλη κατηγορία.
● Το καλύτερο εργαλείο όμως είναι η οργή. Κι αυτό επειδή είναι αυτοτροφοδοτούμενη. Η οργή των άλλων, αυτών με τους οποίους ένας χρήστης νιώθει συντροφικότητα, δηλαδή ότι ανήκει στην «ομάδα» και ότι είναι συμβατός με αυτήν, ενθαρρύνει και τον δικό του θυμό. Αυτή η κοινή οργή ενδυναμώνει την αίσθηση της «ομάδας», ενώ, αν ένας χρήστης δεν είναι αρκετά οργισμένος, σημαδεύεται ως «παρίας» στο γκρουπ.
● Το αντίθετο είναι επίσης αποδοτικό. Δηλαδή το να απευθυνθείς στο αντίπαλο στρατόπεδο κάνοντας post απόψεις και πράγματα που τους εξοργίζουν. Το λεγόμενο «τρολάρισμα» είναι ο πιο άμεσος τρόπος να κλέψεις την προσοχή, να εκνευρίσεις και να αποπροσανατολίσεις οποιαδήποτε κουβέντα.
Η παραγωγή των viral
Λόγω των ανυπολόγιστων ποσοτήτων δεδομένων που αποκτούν, οι εταιρείες κοινωνικής δικτύωσης όπως το Facebook είναι σε θέση να γνωρίζουν τι είδους πληροφόρηση γίνεται εύκολα viral και πώς να διαχειριστούν ένα μήνυμα ώστε να γίνει viral. Είναι πρόθυμες να μοιραστούν αυτή τη γνώση και με διάφορους πελάτες, συμπεριλαμβανομένων και πολιτικών εκστρατειών που ενδιαφέρονται να τις αγοράσουν.
Μια από τις πρωτοπόρες ήταν η καμπάνια υπέρ της εξόδου της Βρετανίας από την Ε.Ε. (Leave campaign) στο δημοψήφισμα του 2016. Το στρατόπεδο υπέρ της εξόδου «σέρβιρε» πάνω από 1 δισεκατομμύριο στοχευμένες διαφημίσεις μέσω Facebook πειραματιζόμενο με διάφορες εκδοχές: προωθώντας τις πιο αποτελεσματικές και απορρίπτοντας τις λιγότερο «πιασάρικες».
Κάτι ανάλογο έκανε και η καμπάνια του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα: Σε μια μέση ημέρα «τάιζε» το Facebook με 60.000 διαφορετικές εκδοχές των διαφημίσεών της. Αυτό έχει παραδεχτεί ο ίδιος ο Μπραντ Παρσκάλ, ο επικεφαλής της ψηφιακής καμπάνιας του Τραμπ.
Ο Παρσκάλ, που εθεωρείτο κάτι σαν γκουρού των digital media, φημολογείται, σύμφωνα με τον «Economist», πως πληρώθηκε με 94 εκατ. δολάρια από την καμπάνια του Τραμπ για τις υπηρεσίες του κατά τη διάρκεια όλου του εκλογικού κύκλου.
Τα επόμενα 15 χρόνια
Ο γίγαντας των social media αναδιαμόρφωσε τις κοινωνίες μέσα σε 15 χρόνια. Το ερώτημα τώρα είναι αν η επιρροή του Facebook μπορεί να παραμείνει τόσο ισχυρή και τα επόμενα 15 χρόνια. Ο «Economist», λαμβάνοντας υπόψη και μετρήσεις διαφόρων εταιρειών, εκτιμά πως όχι.
Αυτό οφείλεται εν μέρει στο γεγονός ότι η επιρροή του Facebook έχει ήδη υπάρξει εξαιρετικά έντονη και εκτιμάται ότι έπιασε ταβάνι. Επίσης, ύστερα από τόσα σκάνδαλα, αυξάνεται η δυσαρέσκεια του κόσμου με τη συγκεκριμένη πλατφόρμα, ενώ οι έφηβοι δεν τη βρίσκουν ιδιαίτερα ελκυστική όσο οι ηλικιακά μεγαλύτεροι.
Οι δε επικρίσεις ακούγονται όλο και πιο έντονα: κυρίως ότι είναι εθιστικό, επιβλαβές για τη δημοκρατία και υπερβολικά ισχυρό στο να αποφασίζει τι περιεχόμενο και τι ειδήσεις θα βλέπει ο χρήστης.
Ο έρωτας έχει τελειώσει…
Ήδη ο χρόνος που περνούν οι χρήστες στο Facebook ελαττώνεται. Στην Αμερική οι ενήλικοι αφιερώνουν πλέον στο Facebook μόνο το 11,5% του συνολικού χρόνου κατά τον οποίο βρίσκονται online, ποσοστό μικρότερο κατά 20% συγκριτικά με μόλις δυο χρόνια πριν, σύμφωνα με την Pivotal Research.
Η χρήση του Instagram ανεβαίνει μεν, αλλά όχι αρκετά ώστε να αντισταθμίσει την πτώση του δημοφιλέστερου κοινωνικού δικτύου. Με άλλα λόγια η σχέση με το Facebook μπορεί να συνεχίζεται, αλλά ο έρωτας έχει πια τελειώσει.
topontiki.gr