Οι κίνδυνοι από την κοινή διαπραγμάτευση για Αιγαίο, Κύπρο και ενεργειακά δικαιώματα • Τι πρέπει να έχει εξασφαλίσει από τη Δύση η Αθήνα προτού εμπλακεί σε τυχόν «επεισόδιο»
Του Νίκου Σταματάκη*
Στα πρόθυρα πολεμικής σύγκρουσης έχουμε φτάσει μετά τις τελευταίες επιθετικές τουρκικές ενέργειες στην ΑΟΖ της Κύπρου και στα Ιμια.
Τα ερωτήματα είναι πολλά και φλέγοντα: πόσο πιθανή είναι μια πολεμική αναμέτρηση; Ποιες είναι οι ελληνικές στρατιωτικές και άλλες δυνατότητες απέναντι στην Τουρκία; Και το κυριότερο: θα αναλάβουν οι ΗΠΑ και η Ευρώπη τις ευθύνες που τους αναλογούν στην υπεράσπιση των ελληνικών συνόρων, τα οποία πλέον έχουν γίνει τα ανατολικά σύνορα της Δύσης; Ελλάδα και Κύπρος δεν έχουν άλλα περιθώρια ανοχής απέναντι στις τουρκικές αμφισβητήσεις της κυριαρχίας τους. Τα ψέματα τελείωσαν και ήδη η επίσημη απάντηση έχει δοθεί από την Ελλάδα: «Την επόμενη φορά, η απάντησή μας δεν θα είναι τόσο ειρηνική…»
Το πρώτο ερώτημα, επομένως, είναι: έχει η Ελλάδα τις δυνατότητες να αντεπεξέλθει σε μια πολεμική αναμέτρηση;
Η απάντηση είναι ασφαλώς ΝΑΙ, παρά τις τεράστιες περικοπές δαπανών ύστερα από οκτώ χρόνια κρίσης. Η παρουσία ενός και μόνο από τα τέσσερα υπερσύγχρονα ελληνικά υποβρύχια κλάσης 214 στην Κυπριακή ΑΟΖ θα ανέτρεπε στην πράξη τις τουρκικές απειλές. Ακόμα και τα παλαιότερης τεχνολογίας ελληνικά υποβρύχια εξέπληξαν τους Αμερικανούς σε πρόσφατη άσκηση, όταν, ως διά μαγείας, έγιναν αόρατα. Οσο για την Ελληνική Αεροπορία, τα σχόλια είναι περιττά απέναντι σε μια αποδεκατισμένη τουρκική αεροπορία με άπειρους πιλότους.
Αλλά το πρόβλημα δεν έχει να κάνει ούτε με τα «γαβγίσματα» της Τουρκίας (που, όπως φάνηκε στη Συρία, προδίδουν αδυναμία) ούτε με την ελληνική πολεμική ικανότητα. Αλλωστε, και το 1974 η Ελλάδα είχε σαφή στρατιωτική υπεροχή και θα μπορούσε εντός ωρών να νικήσει τους εισβολείς. Το πρόβλημα βρίσκεται στους σχεδιασμούς της Δύσης. Παραμένει γεγονός ότι τόσο στην Ουάσινγκτον όσο και στις Βρυξέλλες η Τουρκία εξακολουθεί να έχει μεγάλη βαρύτητα, λόγω της γεωπολιτικής θέσης της.
Αλλά η βαρύτητα αυτή συνεχώς αναθεωρείται μειούμενη. Γιατί; 1) Η Δύση, παρά τις παλινδρομήσεις, έχει αποφασίσει την ίδρυση κουρδικού κράτους στη Μ. Ανατολή. 2) Η Τουρκία έχει στραφεί προς τη Ρωσία και η ενεργειακή και μόνο συνεργασία Ρωσίας – Τουρκίας – Ιράν τινάζει στον αέρα τα δυτικά σχέδια για απεξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, πέραν του ότι ναρκοθετεί τα θεμέλια του ΝΑΤΟ. 3) Μεγάλο τμήμα της Τουρκίας, ακόμα και όταν ο Ερντογάν αποχωρήσει, θα αποτελεί πλέον έναν εξτρεμιστικό, ισλαμιστικό και αντιδυτικό χώρο.
Γιατί λοιπόν, παρ’ όλα αυτά, η Δύση δεν παίρνει ανοιχτά θέση απέναντι στις τουρκικές απειλές; Η γραφειοκρατία του Στέιτ Ντιπάρτμεντ και του Πενταγώνου είναι (όπως απέδειξε η υπόθεση του Μάικλ Φλιν) σε μεγάλο βαθμό είτε εξαγορασμένη από την Τουρκία ή αγκιστρωμένη στο παρελθόν. Ρόλο παίζει, επίσης, η διαχρονική στρατηγική σχέση Γερμανίας – Τουρκίας, καθότι αιώνιοι σύμμαχοι και συνεργοί σε εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Αλλά αυτές οι παραδοσιακές «αγκυλώσεις» έχουν πλέον σχεδόν ανατραπεί. Δεν περνά ημέρα που να μη δημοσιευθεί στην Ουάσινγκτον από κάποιον μεγαλόσχημο αναλυτή έκκληση εναντίον του Ερντογάν και της Τουρκίας. Και η Ολλανδία, γνωστό «τσανάκι» της Γερμανίας, μόλις πρόσφατα απέσυρε τον πρέσβη της από την Αγκυρα και αναγνώρισε επίσημα την Αρμενική Γενοκτονία…
Μένουμε, επομένως, με δύο σενάρια. Πρώτο είναι το λιγότερο πιθανό, αυτό της συνολικής διαπραγμάτευσης Κυπριακού, Αιγαίου και προπαντός ενεργειακών δικαιωμάτων στις ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Το σενάριο αυτό προωθεί υπογείως ο συνήθης ύποπτος, το Ηνωμένο Βασίλειο, και στόχος του είναι να λυθεί το Κυπριακό με ερμαφρόδιτα σχέδια τύπου Ανάν, με τα οποία θα καταλύεται η Κυπριακή Δημοκρατία και ο έλεγχος της Κύπρου θα περνά σε «διεθνή εποπτεία», με την Τουρκία να έχει άμεσο λόγο και αναγνωρισμένα δικαιώματα σε όλο το νησί. Ταυτόχρονα θα παραχωρούνται μέσω διαπραγματεύσεων αυξημένα δικαιώματα στην Τουρκίας σε Αιγαίο και ανατολική Μεσόγειο.
Το σενάριο αυτό είναι καταστροφικό: θα σημάνει το τέλος του Ελληνισμού στην Κύπρο και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να γίνει δεκτό.
Από καιρό, επίσης, επιχειρείται η σιωπηρή «γκριζοποίηση» του Αιγαίου και η Ελλάδα ωθείται να διαπραγματευθεί κάποια δικαιώματα εκμετάλλευσης στην Τουρκία στην περιοχή του Καστελόριζου, με μοχλό το επιχείρημα ότι τα διεθνή δικαστήρια σε ανάλογες περιπτώσεις μιας μεγάλης ακτογραμμής απέναντι σε μικρό νησί έχουν δώσει αυξημένη επήρεια στην ακτογραμμή, χωρίς να ακολουθηθεί η αρχή της μέσης γραμμής. Κάτι τέτοιο θα ήταν υποθετικά «συζητήσιμο» μόνο εφόσον θα είχε εξασφαλιστεί ΕΞΑΡΧΗΣ Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΗΣ ΑΟΖ ΕΛΛΑΔΑΣ – ΚΥΠΡΟΥ – κάτι που, βέβαια, δεν θέλει και ποτέ δεν θα δεχτεί η Τουρκία. Αλλωστε, ο κ. Τσαβούσογλου το δήλωσε πρόσφατα με κάθε καθαρότητα: «Η Ελλάδα δεν έχει κοινά θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο».
Το δεύτερο σενάριο οδηγεί στην πολεμική αντιπαράθεση Ελλάδας – Τουρκίας και εμπεριέχει αυξημένους κινδύνους. Κάποιοι στην Ουάσινγκτον έχουν αρχίσει να καλοβλέπουν το ενδεχόμενο να δοθεί ένα μάθημα στον Ερντογάν – μια εθνική ήττα, άλλωστε, θα οδηγήσει στην πτώση του.
Οι ελληνικές δυνάμεις, με τη συνδρομή των Δυτικών (την ίδια συνδρομή που έδωσαν στους Τούρκους το 1974), είναι σε θέση να επιφέρουν αυτό το πλήγμα μέσω ενός πολεμικού επεισοδίου. Πλην, όμως, ο Ελληνισμός θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα προσεκτικός αναφορικά με τις αληθινές προθέσεις της Ουάσινγκτον, προσέχοντας τα πισώπλατα μαχαιρώματα του Ηνωμένου Βασιλείου. Προτού εμπλακούμε σε τέτοιες περιπέτειες πρέπει να έχει εξασφαλιστεί ότι:
1) Το Κυπριακό θα λυθεί με καθαρά δημοκρατική ομοσπονδιακή λύση και με ταυτόχρονη είσοδο της ενιαίας Κυπριακής Δημοκρατίας στο ΝΑΤΟ.
2) Οι ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου θα συνδέονται.
3) Θα αποτελεί παρελθόν οποιαδήποτε «γκριζοποίηση» του Αιγαίου.
4) Οποιοδήποτε πολεμικό επεισόδιο θα είναι σύντομο και θα λυθεί με άμεση αμερικανική παρέμβαση.
Χωρίς να εξασφαλίσουμε τα παραπάνω, οποιαδήποτε πολεμική εμπλοκή Ελλάδας – Τουρκίας ενδέχεται να μετατραπεί σε μακροχρόνια σύγκρουση και το πιθανότερο αποτέλεσμα θα είναι να οδηγηθούμε σε «διεθνή εποπτεία» της εκμετάλλευσης της ελληνικής και της κυπριακής ΑΟΖ, με μόνους κερδισμένους τους καρχαρίες των δυτικών συμφερόντων – που, με τη μεγάλη καρδιά τους, θα πετούν και μερικά ψίχουλα προς τους Ελληνες, μια και μας έχουν ήδη δεμένους χειροπόδαρα με τα Μνημόνια… Ας διδαχθούμε από τα μαθήματα που μας διδάσκει η Ιστορία…
Νέα Υόρκη, 23 Φεβρουαρίου 2018
Πηγή: dimokratianews.gr
*Ο Νίκος Σταματάκης είναι διδάκτωρ Κοινωνικών Επιστημών, διεθνολόγος και επιχειρηματίας, που ζει και εργάζεται στη Νέα Υόρκη, n.stamatakis@aol.com