Γράφει ο Στέφανος Κουκουράβας
Πρόεδρος Ε.Σ.ΠΕ. Θεσσαλίας
Συναισθανόμενος την ηθική υποχρέωση που απορρέει της συμμετοχής μου στον χώρο της συλλογικής έκφρασης του κλάδου και με δεδομένο ότι καθημερινά γίνομαι δέκτης της αγωνίας και της ανησυχίας που διακατέχει μεγάλο αριθμό συναδέλφων σχετικά με την εφαρμογή του νέου μισθολογίου, αποφάσισα για πολλοστή φορά να εκφράσω τις σκέψεις μου γύρω από το συγκεκριμένο πρόβλημα, με κίνδυνο να κουράσω και να χαρακτηριστώ γραφικός για την επιμονή μου στο συγκεκριμένο ζήτημα.
Κατά γενική ομολογία, η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων έχει πλήξει το εισόδημα όλων των εργαζομένων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα. Σε ότι αφορά στα καθ΄ ημάς ζητήματα, η ένταση των μισθολογικών περικοπών έχει φέρει σε απόγνωση μεγάλο αριθμό στελεχών των Ε.Δ, κυρίως στα μέσα και χαμηλά βαθμολογικά κλιμάκια. Μέσα σε συνθήκες πρωτόγνωρης και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, χωρίς αποτελεσματική θεσμική θωράκιση, οι στρατιωτικοί αφέθησαν απροστάτευτοι βορά στις επιταγές των δανειστών, στις επιλογές κυβερνητικών παραγόντων που χαρακτηρίζονται από την ανυπαίτια εγγενή ιδεοληψία τους έναντι των Ε.Δ και συχνά στον κατευθυνόμενο και υποκινούμενο κοινωνικό αυτοματισμό.
Τα παραπάνω αρνητικά συναισθήματα γίνονται πιο έντονα όταν αναλογιστεί κανείς τη συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης να παραβλέψει την εφαρμογή αμετάκλητων αποφάσεων της Ολομέλειας του ΣτΕ (απόφαση υπ. αριθμ. 2192/2014), βάσει των οποίων οι αποδοχές των στρατιωτικών δεν μπορεί να υπολείπονται αυτών του Ιουλίου 2012, ήτοι προ της εφαρμογής του Ν.4093/2012. Παράλληλα συνεχίζεται το κακής ποιότητας «θέατρο» σχετικά με την απόδοση του υπολοίπου 50% των αναδρομικών οφειλών, τη στιγμή που η κυβέρνηση με έπαρση μέσω του επιπρόσθετου μνημονίου αποφεύγει να εκτελέσει τις αποφάσεις του ΣτΕ για τις περικοπές του 2012, κομπορρημονώντας ότι θα επιστρέψει το υπόλοιπο 50% μέσω επιδομάτων «εκτός έδρας…», όπως δήλωσε σε συνέντευξη τύπου ο ΥΕΘΑ κ. Παναγιώτης Καμμένος. Αποτελεί μέγιστη υποκρισία η άσκηση δήθεν κοινωνικής πολιτικής, όταν το Κράτος παραμένει επί μακρόν οφειλέτης, παραβλέποντας συνειδητά την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του. Η τακτική της μη συμμόρφωσης στις αποφάσεις του ΣτΕ, συνιστά πρωτοφανές θεσμικό ατόπημα, σύμφωνα με τις απόψεις έγκριτων νομικών.
Από τα παραπάνω, είναι σαφές ότι η ίδια η Πολιτεία υπονομεύει το Κράτος Δικαίου και επιβεβαιώνει την άποψη ότι, οι κυβερνήσεις διαχρονικά επιλέγουν να απαντούν στα οικονομικά και ηθικά αδιέξοδα που οι ίδιοι οδηγούν τα στελέχη των Ε.Δ, με περίσσευμα αλαζονείας και αυταρχισμού. Το δήθεν προνομιακό μισθολόγιο των στρατιωτικών (ο μύθος καλά κρατεί), αποτελεί το ελάχιστο αντιστάθμισμα για τις ιδιαίτερες συνθήκες εκτέλεσης του καθήκοντός μας. Η ειδική αυτή αντιμετώπιση απορρέει έμμεσα από την ιδιαίτερης σημασίας της εκ του Συντάγματος (άρθρο 45) αποστολής των Ε.Δ, ως αρχή που εγγυάται την αποτελεσματική εκπλήρωση της κρατικής αποστολής. Επίσης είναι προφανές ότι με το νέο ειδικό μισθολόγιο γίνεται μια προσπάθεια παγίωσης της νοσηρής κατάστασης που διαμόρφωσαν οι Ν.4093/2012, Ν.4307/2014, ευελπιστώντας ότι κάποια άλλη διακυβέρνηση θα κληθεί να «πληρώσει τις ζημιές», στο απώτερο μέλλον.
Τα κενά και τα προβλήματα που εντοπίζονται στο νέο μισθολόγιο (Ν.4472/17) είναι πάρα πολλά, από πλευράς δομής και διάρθρωσης. Ενδεικτικά θα αναφέρω τις μεγάλες αποκλίσεις στα μισθολογικά κλιμάκια μεταξύ των επιμέρους κατηγοριών, τη θεσμοθέτηση της προσωπικής διαφοράς που οδηγεί εκ του ασφαλούς στο πάγωμα των αμοιβών για μεγάλη μερίδα συναδέλφων, τη μη καθιέρωση για μια ακόμη φορά αποζημίωσης για την εργασία πέραν του 5ημέρου (υπερωριακή απασχόληση), την απουσία επιδόματος στέγασης υπό συγκεκριμένες και αυστηρές βέβαια προϋποθέσεις χορήγησης.
Η επιλογή αυτή της Πολιτείας προκαλεί για μια ακόμη φορά το κοινό αίσθημα και επιβεβαιώνει την πεποίθησή μας ότι η δυστοκία επίλυσης του, οφείλεται στην κυβερνητική αναλγησία. Συνεπώς, η αναστολή εφαρμογής του νέου ειδικού μισθολογίου και η έναρξη ειλικρινούς διαλόγου από μηδενικής βάσεως, ίσως αποτελούσαν μια ένδειξη καλής θέλησης η οποία θα μπορούσε να σηματοδοτήσει το πέρασμα σε μια νέα εποχή για την αποκατάσταση ορισμένων από τις αδικίες που προκλήθηκαν στο παρελθόν, από την άναρχη και αδέξια δημοσιονομική προσαρμογή, που έπληξε κατ’ εξοχήν τον κλάδο μας.
Διατρανώνουμε προς όλες τις κατευθύνσεις ότι, δεν προτιθέμεθα να μείνουμε θεατές στον συνεχιζόμενο εμπαιγμό μας, ούτε θα δεχθούμε περαιτέρω υποβάθμιση του βιοτικού μας επιπέδου, όταν καλούμαστε ως κλάδος να υπομείνουμε το μη ανεκτό, να παράγουμε το αδύνατον και να επιβιώσουμε μέσα στον εκμηδενισμό και την αδιαφορία εκ μέρους της Πολιτείας.