Η Λευκωσία με επιστολή στον γ.γ. του ΟΗΕ προειδοποιεί
Τις πολιτικές αφομοίωσης, που εφαρμόζει η Τουρκία στο κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου, καταγγέλλει η Κυπριακή Δημοκρατία, με επιστολή προς τον γ.γ. του ΟΗΕ, Αντόνιο Γκουτέρες του μόνιμου αντιπροσώπου της Κύπρου στα Ηνωμένα Έθνη, πρέσβη Κορνήλιου Κορνηλίου. Την επιστολή έδωσε στην δημοσιότητα το κυπριακό ΥΠΕΞ, και όπως αναφέρει το υπουργείο, ο κ. Κορνηλίου έχει ζητήσει αυτή να κυκλοφορήσει ως έγγραφο της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ.
Σύμφωνα με όσα μετέδωσε το Αθηναϊκό Πρακτορείο, στην επιστολή, αφού εκφράζεται βαθιά ανησυχία για τη διαρκώς επιδεινούμενη κατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Τουρκία, τονίζεται ότι αυτή η επιδείνωση «έχει άμεσο αντίκτυπο στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου, καθώς η ταυτότητα και το μέλλον των Τουρκοκυπρίων φαίνεται να κινδυνεύει σοβαρά από τις πολιτικές αφομοίωσης, που εφαρμόζει η Τουρκία». Συναφώς , υπογραμμίζεται ότι υπό τις υφιστάμενες συνθήκες «οι δυνατότητες αντίδρασης, διαφωνίας ή άσκησης κριτικής είναι πολύ περιορισμένες».
«Διεθνείς οργανισμοί και κράτη έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για την περαιτέρω διάβρωση των δημοκρατικών θεσμών στην Τουρκία, την υιοθέτηση αυταρχικών πολιτικών, καθώς επίσης και για τις συνεχιζόμενες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και των θεμελιωδών ελευθεριών, συμπεριλαμβανομένης και της φίμωσης των διαφωνούντων και οποιασδήποτε μορφής κριτικής κατά της τουρκικής κυβέρνησης και του ΑΚΡ», επισημαίνεται στην επιστολή.
Η Κύπρος, σημειώνεται, «έχει επιπλέον λόγους να ανησυχεί για αυτές τις αρνητικές εξελίξεις στην Τουρκία, καθώς επηρεάζουν άμεσα την καθημερινότητα σημαντικού αριθμού Κυπρίων πολιτών, οι οποίοι ζουν υπό τον πλήρη πολιτικό, στρατιωτικό, διοικητικό και οικονομικό έλεγχο της Τουρκίας στις κατεχόμενες περιοχές του νησιού».
«Δια των συλλήψεων ατόμων, βάσει καταλόγων, η τουρκική κυβέρνηση έχει επεκτείνει στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου τις διώξεις προσώπων τα οποία φέρονται να έχουν διασυνδέσεις με μια “τρομοκρατική οργάνωση”, ήτοι το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν», ενημερώνει ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου τον ΓΓ του ΟΗΕ, προσθέτοντας ότι «οι διώξεις στις κατεχόμενες περιοχές της Κύπρου εμπίπτουν στο πλαίσιο μίας ευρύτερης και μεθοδικής προσπάθειας της τουρκικής κυβέρνησης να ευθυγραμμίσει την πολιτική, οικονομική και κοινωνική της ατζέντα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα, με τις αντίστοιχες πολιτικές που εφαρμόζει στην Τουρκία».
Ειδικότερα, επισημαίνεται στην επιστολή:
– Εντατικοποίηση προσπαθειών για αλλοίωση δημογραφικού χαρακτήρα κατεχομένων μέσω του εποικισμού και της μαζικής παραχώρησης “υπηκοοτήτων” σε Τούρκους πολίτες,
– Ενίσχυση του θρησκευτικού αισθήματος στην καθημερινή ζωή των Τουρκοκυπρίων, παρεμβαίνοντας και αλλοιώνοντας τη διακριτή πολιτισμική και κοσμική ταυτότητά τους. Αυτή η πολιτική δρομολογείται κυρίως μέσω της εκπαίδευσης.
Όπως ενημερώνει τον γ.γ. του ΟΗΕ ο μόνιμος αντιπρόσωπος της Κύπρου στον Οργανισμό, σε σύντομο χρονικό διάστημα ιδρύθηκαν στα κατεχόμενα διάφορα θρησκευτικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και θρησκευτικά σχολεία, με την οικονομική στήριξη της Άγκυρας. «Το 2009, παρά τις αντιδράσεις των εκπαιδευτικών, η διδασκαλία της θρησκείας εντάχθηκε στο δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα ως υποχρεωτικό μάθημα», αναφέρεται στην επιτολή. Στο σχολικό πρόγραμμα των κατεχομένων, προστίθεται, «αναμένεται επίσης προσεχώς να ενταχθούν και οι αμφιλεγόμενες μεταρρυθμίσεις που υιοθετήθηκαν πρόσφατα στην Τουρκία».
Επιπρόσθετα, το τουρκικό υπουργείο Νεολαίας και Αθλητισμού έχει εγκαθιδρύσει στα κατεχόμενα ένα «υπερπόντιο γραφείο συντονισμού», με στόχο την επιβολή, οργάνωση και διαχείριση όλων των προγραμμάτων και δράσεων σε σχέση με τον αθλητισμό και τη νεολαία.
Στην επιστολή αναφέρεται περαιτέρω ότι «παρά τη δημόσια -και ενίοτε έντονη- αντίδραση οργανωμένων φορέων εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας, οι προαναφερθείσες αλλαγές θεωρούνται μόνιμες, και η οποιαδήποτε κριτική κατά των δρομολογούμενων θρησκευτικών πολιτικών εύκολα μπορεί να προβληθεί ως αποτέλεσμα έλλειψης πίστης ή κακόβουλη αντιπολίτευση προς την τουρκική κυβέρνηση».
Τονίζεται επίσης ότι η πλήρης οικονομική εξάρτηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας συνιστά ακόμα μία «σημαντική παράμετρο των τουρκικών σχεδιασμών που επιδιώκουν να θέσουν υπό πλήρη τουρκικό έλεγχο κάθε μορφής δραστηριότητα στα κατεχόμενα». «Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτικής αυτής είναι η παράνομη υδατική σύνδεση των κατεχομένων με την Τουρκία, μέσω υποθαλάσσιου αγωγού. Στην περίπτωση αυτή η Τουρκία, όχι μόνο διατηρεί την κυριότητα του νερού και των σχετικών εγκαταστάσεων, αλλά επιβάλλει τους δικούς της μονοπωλιακούς όρους στη διαχείριση των υδάτων προς όφελός της», αναφέρεται και προστίθεται ότι, σύμφωνα με Τούρκους αξιωματούχους, μια παρόμοια «συμφωνία» δρομολογείται και σε ό,τι αφορά την ηλεκτρική διασύνδεση Τουρκίας – κατεχομένων.
Επίσης, επισημαίνεται η επιβολή της εφαρμογής της τουρκικής ώρας στα κατεχόμενα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα στο ίδιο μικρό νησί να υπάρχουν δύο διαφορετικές ώρες.