Ο αυστραλός παράνομος Νεντ Κέλι που φόρεσε τη σιδερένια πανοπλία του και άφησε τη χωροφυλακή να τον πυροβολεί επανειλημμένως!
Περισσότερα από 130 χρόνια μετά τον απαγχονισμό του το 1880, ο πλέον διαβόητος κακοποιός που ξεπήδησε ποτέ από την αχανή Αυστραλία συνεχίζει να αποτελεί αντικείμενο έριδας για όσα συμβόλιζε και ήταν τελικά για τη χώρα.
Για πολλούς παραμένει ο γιος μιας φτωχής καθολικής οικογένειας ιρλανδικής καταγωγής που πολέμησε ηρωικά κατά της αυθαιρεσίας και ασυδοσίας των βρετανών αποικιοκρατών εκεί στα τέλη του 19ου αιώνα, την ίδια ώρα που για άλλους δεν ήταν παρά ένας αιμοσταγής εγκληματίας που δεν δίσταζε να δολοφονεί αστυνομικούς.
Οι απόγονοί του ήθελαν εδώ και περισσότερο από έναν αιώνα να ενταφιάσουν κανονικά τη σορό του, συναντούσαν ωστόσο την αντίρρηση των Αρχών. Αυτοί διατείνονταν βέβαια πως δεν έψαχναν να τον ηρωοποιήσουν, ήθελαν απλώς να του δώσουν το αξιοπρεπές ύστατο χαίρε που κάθε άνθρωπος δικαιούται.
Το κατάφεραν το 2013 και η σορός του τοποθετήθηκε σε μικρό κοιμητήριο της υπαίθρου της Βικτόρια, εκεί όπου κάποτε ήταν φόβος και τρόμος για την τοπική χωροφυλακή. Και εκεί όπου εκτελέστηκε τον Νοέμβριο του 1880 έπειτα από ανταλλαγή πυροβολισμών με την αστυνομία. Το πτώμα του μπήκε κατόπιν σε μια κάσα και πετάχτηκε στον μαζικό τάφο της φυλακής και μόνο το 2010 αποδείχτηκε, με τη βοήθεια του DNA, πως η σορός ανήκε στον διαβόητο φυγά.
Διαβόητος τόσο στη ζωή όσο και τον θάνατο φυσικά. Και ακραία διχαστικός για μια ολόκληρη κοινωνία, κάτι που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα και πουθενά δεν είναι πιο έκδηλο αυτό από την ύπαιθρο της Βικτόρια, εκεί όπου ζουν ακόμα πλάι-πλάι δηλαδή οι μακρινοί συγγενείς του Νεντ Κέλι και οι απόγονοι των αστυνομικών που είχε «φάει» ο κακοποιός.
Η ζωή του φυγά ανήκει πια στον θρύλο, όταν από μικροκακοποιός εκτοξεύτηκε στην πλήρη εγκληματική δόξα σκοτώνοντας τρεις αστυνομικούς και περνώντας κατόπιν δυο χρόνια ληστεύοντας όποια τράπεζα έπεφτε στον δρόμο του. Θα χρειαζόταν μια καλά συντονισμένη επιχείρηση της χωροφυλακής για να πέσει στα χέρια τους ο περιβόητος φυγάς στις 28 Ιουνίου 1880 και να γεννηθεί έτσι ο γνωστότερος λαϊκός ήρωας της Αυστραλίας.
Και παρά τα όσα έκανε και το ποιος ήταν, η πλέον χαρακτηριστική του πλευρά θα ήταν κάτι που θα φορούσε μόλις μία φορά: η σιδερένια πανοπλία του! Κάθε Αυστραλός εξάλλου την ξέρει καλά: αποτελείται από δυο ποδιές για την προστασία του κορμού, ένα ζευγάρι μεταλλικές επωμίδες και ένα κράνος. Ζύγιζε συνολικά 44 κιλά και είχε πάχος 6 χιλιοστών, σταματώντας τις σφαίρες που έγραφαν το όνομά του.
Και παρά την τραχιά τους όψη, οι πανοπλίες που φορούσε ο Κέλι και άλλα τρία μέλη της συμμορίας του λειτουργούσαν ικανοποιητικότατα: παρά το γεγονός ότι τον γάζωσαν με σφαίρες στο τελικό εκείνο ξεκαθάρισμα λογαριασμών με τον νόμο, ούτε μία δεν κατάφερε να διαπεράσει τη θωράκιση. Και παρά το γεγονός ότι η κατασκευή της ήταν μια επίπονη διαδικασία γεννημένη από την πρακτική ανάγκη, όπως έκανε ακριβώς και ο Tony Stark στον πρώτο «Iron Man», το αποτέλεσμα δικαίωσε τον Κέλι.
Όπως μετέδωσε μάλιστα τοπική εφημερίδα, «η κατασκευή των τεσσάρων πανοπλιών χρειάστηκε τέσσερις με πέντε μήνες και ένα καλό μέρος του χρόνου σπαταλήθηκε στον πειραματισμό με διάφορα υλικά». Και παρά το γεγονός ότι κάποιος καλοθελητής ενημέρωσε την αστυνομία για τη θωρακισμένη πρωτοβουλία της σπείρας του Κέλι, οι Αρχές δεν πίστεψαν τον πληροφοριοδότη.
Ο Κέλι όμως, γνωρίζοντας καλά την αλεξίσφαιρη προστασία που του χάριζε το σιδερένιο του κοστούμι, βγήκε από μια συστάδα δέντρων το πρωινό της 28ης Ιουνίου 1880 και άνοιξε πυρ κατά των αστυνομικών που είχαν ήδη περικυκλώσει το πανδοχείο όπου διέμενε. Οι αστυνομικοί πυροβόλησαν πίσω και είδαν έκπληκτοι τις σφαίρες τους να μοιάζουν με χάρτινα βελάκια! Και πράγματι αρκετά σημάδια από σφαίρες βρέθηκαν αργότερα πάνω στην πανοπλία του Νεντ. Συγκεκριμένα, πέντε στο κράνος, τρία στο στέρνο και εννιά στην πλάτη!
Είχε όμως ένα μοιραίο ψεγάδι, μιας και άφηνε τα πόδια ακάλυπτα. Ο Κέλι δέχτηκε πυρά στα πόδια και έπεσε στο έδαφος, κάτι που οδήγησε στη σύλληψη, τη δίκη και την καταδίκη του σε θάνατο.
Πριν τον κρεμάσουν στις 11 Νοεμβρίου 1880, σιγομουρμούρισε και τις περιβόητες τελευταίες του λέξεις που θα τον έστελναν μεμιάς στην αθανασία: «Έτσι είναι η ζωή»…