Μία βουτιά στο παρελθόν έκανε ο Μπιλ Κλίντον, μεταξύ άλλων, μιλώντας για την σύζυγό του και υποψήφια πρόεδρο των ΗΠΑ, Χίλαρι, στο συνέδριο των Δημοκρατικών.
Ο πρώην πρόεδρος των ΗΠΑ διηγήθηκε πώς γνωρίστηκαν οι δυο τους, το 1971, πώς εκείνη τελικά έκανε το πρώτο βήμα γιατί αυτός δίσταζε να της μιλήσει, αλλά και το πώς ένα κόλπο του για να μείνει δίπλα της αποκαλύφθηκε, ευτυχώς χωρίς… μοιραία αποτελέσματα.
Πώς ο Μπιλ γνώρισε την Χίλαρι, όπως το διηγήθηκε ο ίδιος:
«Την άνοιξη του 1971 γνώρισα ένα κορίτσι. Η πρώτη φορά που την είδα ήμασταν σε ένα μάθημα για πολιτικά δικαιώματα. Είχε φουντωτά ξανθά μαλλιά, μεγάλα γυαλιά, δεν φορούσε μακιγιάζ και απέπνεε αυτή την αίσθηση δύναμης και αυτοκυριαρχίας που μου φάνηκε μαγνητική.
Μετά από το μάθημα την ακολούθησα σκοπεύοντας να συστηθώ. Ήμουν αρκετά κοντά για να ακουμπήσω την πλάτη της, αλλά δεν μπορούσα να το κάνω. Με κάποιο τρόπο ήξερα ότι δεν θα ήταν ένα ακόμη άγγιγμα στον ώμο. Και μπορεί να ξεκινούσα κάτι που δεν θα μπορούσα να σταματήσω.
Την είδα αρκετές φορές τις επόμενες ημέρες, αλλά ακόμη δεν μπορούσα να της μιλήσω. Μία νύχτα ήμουν στη βιβλιοθήκη μιλώντας σε έναν συμφοιτητή, που ήθελε να μπω στο Yale Law Journal. Μου είπε ότι μπορούσε να μου εγγυηθεί μία δουλειά σε μεγάλη εταιρεία ή συνεργασία με ομοσπονδιακό δικαστή. Δεν ενδιαφερόμουν. Ηθελα απλά να πάω στο σπίτι, στο Αρκανσας.
Τότε, είδα ξανά το κορίτσι, να στέκεται στην άλλη πλευρά αυτού του μεγάλου δωματίου. Με κοιτούσε και εκείνη. Οπότε την παρακολούθησα. Εκλεισε το βιβλίο, το άφησε κάτω και άρχισε να διασχίζει περπατώντας τη βιβλιοθήκη, καθώς ερχόταν προς το μέρος μου.
Μου είπε ”Κοίτα αν είναι να συνεχίσεις να με κοιτάζεις, τουλάχιστον πρέπει να ξέρουμε ο ένας το όνομα του άλλου. Είμαι η Χίλαρι Ρόνταμ, εσύ ποιος είσαι;” Ημουν τόσο εντυπωσιασμένος και έκπληκτος που είτε το πιστεύετε είτε όχι, για μια στιγμή, εγώ, ήμουν άφωνος. Με κάποιο τρόπο ξεστόμισα το όνομά μου και ανταλλάξαμε λίγες λέξεις και έφυγε.
Δεν πήγα στο Law Journal αλλά έφυγα από εκείνη τη βιβλιοθήκη με ένα νέο στόχο στο μυαλό μου. Μερικές ημέρες αργότερα την είδα ξανά. Θυμάμαι φορούσε μία μακριά λευκή φούστα με λουλούδια. Την πλησίασα και μου είπε ότι θα πήγαινε να γραφτεί για τα μαθήματα του επόμενου τριμήνου. Της είπα ότι κι εγώ θα έκανα το ίδιο.
Σταθήκαμε στην ουρά και μιλούσαμε και πίστευα ότι τα πήγαινα μία χαρά, μέχρι που φτάσαμε μπροστά στο γραφείο και ο υπάλληλος με ρώτησε ”Μπιλ τι κάνεις εδώ; Γράφτηκες σήμερα το πρωί”.
Εγινα κόκκινος, εκείνη γέλασε και σκέφτηκα αφού αποκαλύφθηκε η κάλυψή μου, ας της προτείνω να πάμε μία βόλτα στο μουσείο τέχνης. Από τότε περπατάμε, μιλάμε και γελάμε μαζί».