Το Δικαστήριο της ΕΕ αποφάνθηκε το 2004 ότι η Ελλάδα παραβίαζε το δίκαιο της ΕΕ λόγω έλλειψης επαρκούς συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων που κατέληγαν στον κόλπο της Ελευσίνας (απόφαση C-119/02 της 24ης Ιουνίου 2004). Έντεκα χρόνια αργότερα, η Ελλάδα δεν έχει ακόμη καταφέρει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα αυτό.
Η έλλειψη κατάλληλων συστημάτων επεξεργασίας στην περιοχή του Θριάσιου Πεδίου συνεπάγεται κινδύνους για την υγεία του ανθρώπου, τα εσωτερικά ύδατα και το θαλάσσιο περιβάλλον. Η Επιτροπή ζητεί από το Δικαστήριο να επιβάλει κατ’ αποκοπή ποσό από την ημερομηνία της πρώτης απόφασης έως ότου το κράτος μέλος συμμορφωθεί ή, ελλείψει συμμόρφωσης, έως την ημερομηνία της δεύτερης απόφασης.
Το ποσό αυτό βασίζεται σε ένα ημερήσιο ποσό πολλαπλασιαζόμενο επί τον αριθμό των ημερών κατά τις οποίες η παράβαση υφίσταται, έως σήμερα το ποσό αυτό ανέρχεται στα 15.943.620 ευρώ. Η Επιτροπή προτείνει, επίσης, την επιβολή ημερησίου προστίμου ύψους 34.974 ευρώ, το οποίο θα αρχίσει να καταβάλλεται από την ημερομηνία της απόφασης του Δικαστηρίου έως ότου η Ελλάδα συμμορφωθεί πλήρως με το δίκαιο της ΕΕ.
Οι κυρώσεις αυτές που προτείνει η Επιτροπή στο πλαίσιο της Συνθήκης της Λισαβόνας λαμβάνουν υπόψη τη σοβαρότητα της παράβασης, τη διάρκειά της και τον αποτρεπτικό χαρακτήρα που αντικατοπτρίζει την ικανότητα του κράτους μέλους να καταβάλει το πρόστιμο. Η τελική απόφαση σχετικά με τις κυρώσεις εναπόκειται στο Δικαστήριο.
Παρά την κάποια πρόοδο, μόνο το 28% των αστικών λυμάτων συλλέγεται και υποβάλλεται σε επεξεργασία πριν από την απόρριψή τους στον κόλπο της Ελευσίνας. Το ποσοστό συλλογής δεν έχει βελτιωθεί σχεδόν καθόλου από τον Ιούλιο του 2012, όταν η μονάδα επεξεργασίας λυμάτων τέθηκε σε λειτουργία. Ενόψει αυτής της συνεχιζόμενης παράβασης και ελλείψει οποιασδήποτε ένδειξης ως προς το πότε θα λήξει, η Επιτροπή αποφάσισε να παραπέμψει εκ νέου την υπόθεση στο Δικαστήριο της ΕΕ.