Ο γιος του Αντώνη Βαρδή, Γιάννης σχεδόν δύο βδομάδες μετά το θάνατο του πατέρα του μιλά για τις δύσκολες στιγμές και συγκινεί μετα λόγια του.
Για την δύσκολη περίοδο της αρρώστιας του πατέρα του, ο Γιάννης Βαρδής εξομολογήθηκε στη RealNews: «Ήταν πάρα πολύ δύσκολο και έντονο, γιατί είχε αρρωστήσει ο άνθρωπος της ζωής μου. Όφειλα, όμως να τους στηρίξω όλους. Οι ισορροπίες ήταν πάρα πολύ δύσκολες. Δεν υπήρχε υπομονή. Ήμασταν όλοι στα «κόκκινα» με τρομερά «σκαμπανεβάσματα». Ήταν στιγμές που έπεφταν πολύ ψυχολογικά (σ .σ η αδελφή του και η σύντροφος του πατέρα του, Φιλοθέη) και έκανα το παν για να τους ανεβάσω, όπως το ίδιο έκαναν κι εκείνες για μένα. Επειδή ήμουν ο πιο ψύχραιμος οι γιατροί έρχονταν πάντα σε μένα για να με ενημερώσουν για την εξέλιξη της υγείας του… Το διαχειρίστηκα όσο πιο ψύχραιμα και ήρεμα μπορούσα. Έπρεπε να ήμουν δυνατός και ήμουν!»
«Όταν πήγαμε την πρώτη φορά στο νοσοκομείο και πριν ακόμα μας ανακοινώσουν κάτι εκείνος μας είπε: »Θέλω να είστε ήρεμοι και προσεκτικοί, να προσέχετε ποιοι είναι γύρω σας!’’ Μέσα από τον πόνο του και την στεναχώρια του νοιαζόταν για εμάς, όχι για τον εαυτό του. Για μας που θα άφηνε πίσω του» είπε χαρακτηριστικά ο Γιάννης.
Ακόμα μίλησε για το φιλανθρωπικό έργο του πατέρα του: «Πήγαινε με την γυναίκα του τα βράδια στην Ομόνοια και μοίραζε φαγητό και ρούχα στους αστέγους!»
Ο γιος του μεγάλου μουσικοσυνθέτη μίλησε πρώτη φορά και για την πρωτοποριακή θεραπεία που έκανε ο πατέρας του. «Ο πατέρας μου τους τελευταίους μήνες έκανε μια πρωτοποριακή θεραπεία που βρίσκεται ακόμα σε πειραματικό στάδιο, με τη σύμφωνη γνώμη του ογκολόγου αλλά και των υπολοίπων γιατρών του. Έπρεπε να κάνουμε πρώτα μια μαγνητική, η οποία έδειξε ότι ο όγκος είχε φτάσει στα 9 χιλιοστά. Η επόμενη κίνηση ήταν να του φορέσουμε ένα μηχάνημα που ήταν σαν σκουφί στο κεφάλι, το οποίο αποτελούνταν από ειδικές μεμβράνες και με ηλεκτρόδια και ηλεκτρομαγνητικά κύματα θα προσπαθούσαν να σταματήσουν την εξέλιξη της ασθένειας. Αυτό έπρεπε να το φοράει 20 ώρες την ημέρα και το φόραγε όλο το 24ωρο. Το πιο δύσκολο απ’ όλα όμως ήταν όταν έπρεπε να του πω ότι θα του ξυρίσω το κεφάλι. Το πέρασα όσο πιο γλυκά μπορούσα και δεν μου έφερε καμία αντίρρηση. Αυτή η θεραπεία θα κρατούσε δυο μήνες και στις 2 Σεπτεμβρίου θα κάναμε την επόμενη μαγνητική. Για κάποιο λόγο, οι γιατροί επέμεναν να την κάνουμε νωρίτερα. Οι εξετάσεις μας άφησαν όλους με το στόμα ανοιχτό, καθώς ο όγκος όχι μόνο είχε σταματήσει να εξαπλώνεται, αλλά είχε συρρικνωθεί κατά 35% με 40%. Παράλληλα, ο πυρήνας του από την εξέταση δεν έδειχνε καμία κίνηση. Και από την χαρά και την ελπίδα στην απόλυτη θλίψη, καθώς μερικές ημέρες μετά δεν άντεξαν τα νεφρά του, λοιμώξεις, ίκτερος… Πλέον το σώμα του δεν μπορούσε άλλο. Είχε κουραστεί και ο ίδιος, νομίζω. Ήθελε να ξεκουραστεί και να μας ξεκουράσει. Πάντως το νίκησε! Και άνοιξε ένα νέο δρόμο. Μια θεραπεία που πρέπει όλοι να ψάξουν γιατί η δική του ιστορία μπορεί και να σώσει άλλες ζωές».
Και συμπλήρωσε: «Ο πατέρας μου για μένα είναι εδώ. Πολλές φορές νομίζω ότι θα ανοίξει μια πόρτα και θα ακούσω την φωνή του. Είναι αδιανόητο. Πώς να σβήσω τον αριθμό του κινητού του από το δικό μου; Το μυαλό και η καρδιά ακόμα δεν μπορεί να το δεχθεί».
Μιλώντας για την επόμενη μέρα από την κηδεία του εξομολογήθηκε: «Δεν μπορώ ακόμη να συναντήσω κόσμο. Δεν μπορώ να κυκλοφορήσω. Κοιμάμαι πολύ, κάνω γυμναστική και ξεχνιέμαι. Πηγαίνω με τους πολύ στενούς φίλους μου σε ένα ιδιαίτερο μέρος στη Γλυφάδα και χαζεύω τη θάλασσα. Τη λατρεύω. Όπως τη λάτρευε κι εκείνος! Είχε το δικό του μέρος. Στο Πόρτο Ράφτη. Εκεί άραζε με τις ώρες. Δεν έχω πάει ακόμα εγώ. Πηγαίνει όμως η γυναίκα του. Το καταλαβαίνω. Το νιώθω. Κάθε βράδυ ακούω την πόρτα και φεύγει. Είμαι σίγουρος πως κάθε βράδυ πάει εκεί».
Τέλος μίλησε κα για το «σημάδι» την ημέρα της κηδείας. «Ο πατέρας μου μου ζήτησε να μάθω κιθάρα για να ολοκληρωθώ σαν καλλιτέχνης. Και του το υποσχέθηκα ότι θα το κάνω. Μετά την κηδεία βρήκα στο προαύλιο μια πένα. Ένας μουσικός άνοιξε το κουτί και έριξε τρεις πένες για τις πάρει μαζί του. Όταν βγήκαμε άθελά μου βγήκα από την συνοδεία και πήγα δεξιά. Τότε βρήκα μπροστά μου μια πένα. Ήταν σημάδι αυτό για μένα. Ήταν σαν να μου λέει »Συνέχισε αυτό που είπαμε, σου δίνω την άδεια’’ και θα το κάνω, θα το κάνω για εκείνον!» κατέληξε.