Οχι μόνο άργησε, όχι μόνο προχώρησε σε μια μίζερη αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας η S&P, αλλά συν τοις άλλοις αμφισβητεί ευθέως τη δυνατότητα ανάπτυξης από φέτος, όπως επίσης επίτευξης των δημοσιονομικών στόχων έως το τέλος του 2017. Αν και η ανακοίνωση του Οίκου- που είχε μείνει “κολλημένος” στην αξιολόγηση του Β- από το Δεκέμβριο του 2012- έμεινε ασχολίαστη από την Αθήνα, είναι προφανές ότι τέτοιου είδους προβλέψεις προκαλούν αν μη τι άλλο εκνευρισμό.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τις προβλέψεις του Οίκου, για φέτος αναμένεται ύφεση 0,2% (ανάλογη είναι η πρόβλεψη και του ΟΟΣΑ), ενώ και για την επόμενη τριετία οι εκτιμώμενοι ρυθμοί ανάπτυξης απέχουν από τις εκτιμήσεις της Τρόικας και του ελληνικού οικονομικού επιτελείου. Ως αποτέλεσμα αυτών των προβλέψεων και τα πρωτογενή πλεονάσματα της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου θα κινούνται στην περιοχή του 2%, δηλαδή μακριά από το στόχο του 4,5%, με ό,τι συνεπάγεται αυτό και για τους ρυθμούς μείωσης του Χρέους. Είναι, άλλωστε, ενδεικτικό ότι ο Οίκος προβλέπει πως στο τέλος του 2017 το Χρέος θα παραμένει στα επίπεδα του 164,4% του ΑΕΠ, παραμένοντας σε πολύ υψηλά επίπεδα. Από την άλλη, ο Οίκος αναγνωρίζει και αναδεικνύει το ότι η μέση διάρκεια του Χρέους είναι πλέον πολύ μεγαλύτερη, αμβλύνοντας έτσι τις πιέσεις. Συγκεκριμένα, από τα 6,3 έτη το 2011 έχει αυξηθεί στα 15,8 έτη, ενώ σημαντικό χαρακτηρίζεται και το ότι το 72% του ελληνικού Χρέους είναι εκτός αγοράς αφού βρίσκεται στα χέρια κυβερνήσεων και Κεντρικών Τραπεζών.
Όσον αφορά στους κινδύνους, η πολιτική αβεβαιότητα και στην έκθεση της S&P χαρακτηρίζεται ως “αδυναμία” στην αξιολόγηση. Αντιθέτως, η μεγαλύτερη δυναμική της ανάπτυξης, ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου στις αγορές εργασίας και προϊόντων και η μεγαλύτερη αύξηση των χορηγήσεων, θα οδηγούσε σε περαιτέρω αναβάθμιση.
Σημειώνεται ότι μετά από την ολοκλήρωση του κύκλου αναβαθμίσεων και από τους τρεις Οίκους, τα ελληνικά ομόλογα εξακολουθούν να βρίσκονται σε κατηγορία που ΔΕΝ επιτρέπει τη λήψη τους από την ΕΚΤ ως ενέχυρο. Πρόβλημα δεν υπάρχει όσο η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε Πρόγραμμα, αλλά όπως επισημαίνουν πηγές από την Τράπεζα της Ελλάδας, έχει ήδη ξεκινήσει συζήτηση εντός της ΕΚΤ για το τι θα συμβεί όταν λήξει το ελληνικό Πρόγραμμα, δηλαδή από το Φεβρουάριο του 2015 και μετά.
Με δεδομένο ότι τα ελληνικά ομόλογα απέχουν 4 βαθμίδες έως ότου φτάσουν σε επίπεδα αποδεκτά από την ΕΚΤ, στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο επιλογές για την κυβέρνηση: είτε να συμφωνήσει σε ένα τρίτο πρόγραμμα εξασφαλίζοντας φτηνό χρήμα για τις τράπεζες αλλά παρατείνοντας το καθεστώς εποπτείας είτε να αναζητήσουν οι τράπεζες ρευστό από την αγορά και τον ELA, το οποίο θα είναι ακριβότερο, επιτείνοντας το πρόβλημα ρευστότητας στην πραγματική οικονομία. Αυτό ακριβώς τόνισε και ο Μάριο Ντράγκι στον Γκίκα Χαρδούβελη…