«Ο Πηνειός, κυρίως στην περιοχή της Λάρισας, είναι γνωστός για τον πλούτο των ψαριών του.
Τα καλύτερα ψαριά του είναι οι κυπρίνοι και οι λούτσοι, τα οποία ο Lucas αναφέρει ως τα πιο γευστικά, καθώς και ρίνες, χέλια και hancen.
Τα τελευταία, τα οποία οι Έλληνες ονομάζουν γουλιανούς, βρίσκονται σε μεγάλο μέγεθος και λόγω του νόστιμου κρέατός τους τα προτιμούν πολύ οι κάτοικοι».
Πρόκειται για τμήμα της περιγραφής της θεσσαλικής πεδιάδας από τον Γερμανό ιστορικό και γεωγράφο Georg Ludwig Kriegk, η οποία περιλαμβάνεται στο έργο του Ueber die thessalische Ebene (Frankfurt 185).
Το έργο αυτό, σε μετάφραση του Γιώργου Παπασωτηρίου, δημοσιεύεται σε συνέχειες από το 62τόμο του «Θεσσαλικού Ημερολογίου». Η αναφορά στον Πηνειό είναι από τη συνέχεια του 68ου τόμου.
Το όνομα τον Πηνειού
Πηνειός, σύμφωνα με τον Kriegk, είναι το αρχαίο όνομα του βασικού ποταμού της θεσσαλικής πεδιάδας.
Το όνομα αυτό είναι αρχαιότατο, καθώς αναφέρεται στον Όμηρο και στην ελληνική Μυθολογία. Το όνομα αυτό έφερε ο ποταμός συνεχώς μέχρι τον Μεσαίωνα.
Ο τελευταίος συγγραφέας που τον αναφέρει με αυτό το όνομα είναι ο Προκόπιος. Ένας τύπος ως επίθετο αυτού του ονόματος δεν απαντάται στους έλληνες συγγραφείς.
Στους λατίνους συγγραφείς, όμως, όπως ο ίδιος συνεχίζει, εμφανίζονται οι εξής τύποι: Peneius, Peneis και Penens.
‘Αλλο όνομα δεν είχε ο Πηνειός στην Αρχαιότητα. Υπήρχε ακόμη ένα όνομα, το οποίο όμως, όπως αναφέρει ο Στράβωνας, δεν το χρησιμοποιούσε ο λαός και ήταν ένα απλό εφεύρημα δύο Θεσσαλών.
Εκτός από τον Στράβωνα, στον οποίο παραπέμπουν ο Στέφανος Βυζάντιος και ο Ευστάθιος της Θεσσαλονίκης, δεν το αναφέρει κανένας άλλος.
Ο Στράβωνας, περιγράφοντας την Αρμενία, σημειώνει ότι η χώρα αυτή, κατά τη γνώμη των δύο Θεσσαλών Κυρσίλου και Μηδίου που είχαν υπηρετήσει υπό τον Μ. Αλέξανδρο στην Ασία, οφείλει το όνομά της στον συμπατριώτη τους Άρμενο, έναν από τους Αργοναύτες, και επίσης ότι ο ρέων στην Αρμενία ποταμός Αράξης ονομάσθηκε έτσι αρχικά από τον ‘Αρμενο και μάλιστα λόγω της ομοιότητας του με τον Πηνειό, ο οποίος είχε επίσης και το όνομα Αράξης επειδή διερχόταν (διά το άπαράξαι) ανάμεσα στην Όσσα και στον Όλυμπο.
Ο Πηνειός, συνεχίζει ο συγγραφέας, δεν διατήρησε το αρχαίο όνομά του μετά την πρώτη περίοδο του Μεσαίωνα και ακολούθησε και αυτός τη μοίρα των ελληνικών ποταμών που έχασαν, όλοι σχεδόν, το αρχαίο όνομα τους.
Στον ιστορικό συγγραφέα της βυζαντινής εποχής Νικήτα Χωνιάτη (803), μάλιστα, ο Πηνειός διατηρεί ακόμα το όνομα του, προφανώς επειδή αυτός είχε στη μνήμη του, από διαβάσματα του, το όνομα αυτό όπως και το όνομα Οίτη και μερικά άλλα, και όχι ασφαλώς επειδή τα ονόματα αυτά χρησιμοποιούνταν στην εποχή του.
Στον Μεσαίωνα και στη νεότερη εποχή ο Πηνειός λεγόταν Σαλαμπριά.
Το όνομα αυτό αναφέρεται για πρώτη φορά από την Άννα Κομνηνή. Ο ποταμός αναφέρεται, επίσης, με τους τύπους: Σαλεμβρία, Σαλέμβρα, Σαλυμπρία, Σελυμβρία.
Ο Πηνειός ονομάζεται, συνεχίζει, επίσης και μάλιστα όχι σπάνια όπως φαίνεται, ποταμός της Λάρισας. Το τουρκικό όνομά του είναι Κιοστούμ ή Κιοστέμ [από το Λυκοστόμιο].
Ο Haci Kalfa, o οποίος χρησιμοποιεί, συνήθως, το όνομα αυτό σε μία περιοχή, χρησιμοποιεί γι’ αυτόν το όνομα Scheftalunehr, δηλαδή ροδακινοποταμός.
Ο Lucas, αναφερόμενος σ’ αυτόν, λέει για το τελευταίο τμήμα της διαδρομής του Πηνειού ότι λεγόταν Ababa [Μπαμπά, το όνομα του οικισμού Τέμπη] και σε έναν χάρτη του Άτλαντα του Άμστερνταμ (1642) ονομάζεται ποταμός Asababa.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Πηγή