Ο θηλασμός είναι η γέφυρα που ενώνει το νεογέννητο παιδί με τη μητέρα του, επιτελώντας όχι μόνο τον σκοπό της θρέψης αλλά και της δημιουργίας του πολύτιμου ψυχικού δεσμού.
Τα τελευταία χρόνια έχει γιγαντωθεί ένα παγκόσμιο κίνημα υπέρ του θηλασμού, που προτρέπει τις νέες μητέρες να ακολουθούν το δρόμο της φύσης, βάζοντας γερά θεμέλια στη ζωή του παιδιού.
Ειδικά τις δύο τελευταίες δεκαετίες, πολλές είναι οι μητέρες παγκοσμίως που έχουν υιοθετήσει τη θεωρία του «δεσμού» μέσω του θηλασμού, με αποτέλεσμα να θηλάζουν τα παιδιά τους όχι για μήνες αλλά για χρόνια, ορισμένες μάλιστα ως και την ηλικία των έξι ετών.
Τα οφέλη του είναι μητρικού θηλασμού είναι αδιαμφισβήτητα:
Προφυλάσσει από τις αλλεργίες και τις μολύνσεις, μειώνει τον κίνδυνο νεογνικού ίκτερου και τον κίνδυνο ξαφνικού νεογνικού θανάτου, προφυλάσσει μακροπρόθεσμα από την παχυσαρκία και τον σακχαρώδη διαβήτη, συμβάλλει στην ψυχική και πνευματική υγεία του παιδιού, ενώ είναι η πιο οικονομική και εύκολη λύση.
Πολλαπλά είναι τα οφέλη του και για τη μητέρα, καθώς αναστέλλει την ωορρηξία, μειώνοντας την πιθανότητα να μείνει έγκυος σύντομα, τη βοηθά να χάσει ευκολότερα τα κιλά της εγκυμοσύνης και δεν επηρεάζει το μέγεθος του στήθους.
Μέχρι πότε όμως είναι «φυσιολογικό» να θηλάζει ένα παιδί; Υπάρχει όριο στον θηλασμό και επιπτώσεις στην ψυχική υγεία του παιδιού από την παράτασή του;
Καμία κυβέρνηση ή διεθνής αρμόδιος οργανισμός δεν δίνει συγκεκριμένη σύσταση σε ό,τι αφορά το πότε μια γυναίκα πρέπει να σταματήσει τον θηλασμό. Στις συστάσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) αναφέρεται ότι υπάρχουν πολλά και διαφορετικά οφέλη για την υγεία του παιδιού από τον αποκλειστικό θηλασμό κατά τους πρώτους έξι μήνες της ζωής του.
Στη συνέχεια ο ΠΟΥ προτείνει έναν συνδυασμό τροφών, υγρών και λήψης μητρικού γάλακτος ως την ηλικία των δύο ετών «ή και περισσότερο», όπως χαρακτηριστικά σημειώνει.
Παράλληλα, σύμφωνα με την Αμερικανική Εταιρεία Παιδιατρικής ο θηλασμός πρέπει να συνεχίζεται τουλάχιστον για τον πρώτο χρόνο ζωής του παιδιού ή και για μεγαλύτερο διάστημα, ανάλογα με την αμοιβαία επιθυμία μητέρας και παιδιού. Οι ειδικοί της Εταιρείας τονίζουν μάλιστα ότι «δεν υπάρχει ανώτατο όριο στη διάρκεια του θηλασμού ούτε στοιχεία που να δείχνουν ψυχολογικές ή αναπτυξιακές βλάβες από τον θηλασμό κατά το τρίτο έτος της ζωής ή και περισσότερο».
Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι δεν υπάρχουν στοιχεία που να συνηγορούν στο ότι ο συνεχιζόμενος θηλασμός προκαλεί εξάρτηση του παιδιού από τη μάνα.
Ωστόσο, και στον θηλασμό πρέπει να ισχύει ο χρυσός κανόνας «παν μέτρον άριστον».
Το γάλα στο νεογέννητο μωρό είναι το πολυτιμότερο δώρο που μπορεί να του κάνει η μητέρα. Καθώς όμως το παιδί μεγαλώνει, διαφοροποιούνται οι ανάγκες του. Το στήθος της μητέρας δεν μπορεί να αποτελεί πιπίλα, καθώς ο θηλασμός-πιπίλα δεν προσφέρει την ασφάλεια των ξεκάθαρων ορίων στο χάος της ψυχικής ανωριμότητας του παιδιού. Ο παρατεταμένος θηλασμός δεν αφήνει το παιδί να αναπτυχθεί και να προετοιμαστεί για τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες της ζωής, στερώντας του τη σημαντική σταδιακή αυτονόμηση.