Στη δημιουργία ενός πρωτότυπου και μη επεμβατικού τεστ που δείχνει εάν κάποιος έχει κάνει χρήση κοκαΐνης από τα αποτυπώματά του προχώρησαν οι ερευνητές του Netherlands Forensic Institute, του National Physical Laboratory, του King’s College London και του Sheffield Hallam University, υπό την αιγίδα του University of Surrey. Σύμφωνα με την μελέτη μάλιστα, η οποία δημοσιεύτηκε στο Analyst, το τεστ μπορεί να δείξει αν η κοκαΐνη καταναλώθηκε και όχι απλά αν αγγίχτηκε.
Για την κατασκευή του οι ερευνητές χρησιμοποίησαν διαφορετικά είδη μιας αναλυτικής χημικής τεχνικής, γνωστής ως φασματομετρία μάζας, για την ανάλυση των αποτυπωμάτων ασθενών σε προγράμματα αποτοξίνωσης.Στη συνέχεια τα αποτυπώματα δοκιμάστηκαν σε σχέση με δείγματα σάλιου.
Η ειδοποιός διαφορά του εν λόγω ναρκοτέστ ονόματι DESI έγκειται στο ότι ενώ τα προηγούμενα τεστ αποτυπωμάτων είχαν χρησιμοποιηθεί παρόμοιες μέθοδοι ήταν σε θέση να δείξουν μόνο εάν κάποιος είχε αγγίξει κοκαΐνη κι όχι αν την είχε χρησιμοποιήσει.
«Όταν κάποιος έχει πάρει κοκαΐνη, μεταβολίζοντας το ναρκωτικό εκκρίνονται ίχνη βενζοϋλεκγονίνης και μεθυλεκγονίνης. Αυτοί οι χημικοί δείκτες είναι παρόντες στα ίχνη που αφήνουν τα δάχτυλα» αναφέρει η Μέλανι Μπέιλι, επικεφαλής της έρευνας, από το University of Surrey. «Όσον αφορά στο δικό μας μέρος της έρευνας, ψεκάσαμε μία δόση διαλυτικού στο σλάιντ του δακτυλικού αποτυπώματος για να διαπιστώσουμε εάν υπήρχαν αυτές οι ουσίες. Το DESI, έχει χρησιμοποιηθεί σε διάφορες εφαρμογές σήμανσης, αλλά μέχρι στιγμής δεν υπήρξαν άλλες μελέτες που να έχουν αποδεικνύουν τη χρησιμότητά του στον εντοπισμό χρήσης ναρκωτικών ουσιών».
Οι ερευνητές θεωρούν ότι οι εφαρμογές του τεστ θα μπορούσαν να έχουν μεγάλη επίδραση, καθώς τα τεστ χρήσης ναρκωτικών χρησιμοποιούνται ευρύτατα σε υπηρεσίες επιτήρησης, φυλακές, δικαστήρια, υπηρεσίες επιβολής νόμου κ.α.
Ειδικά μάλιστα επειδή οι παρούσες μέθοδοι υπόκεινται σε διάφορους περιορισμούς. Για παράδειγμα οι εξετάσεις αίματος απαιτούν εκπαιδευμένο προσωπικό και υπάρχουν προβληματισμοί σχετικά με θέματα ιδιωτικότητας όσον αφορά σε τεστ ούρων. Όπου δοκιμάζονται σωματικά υγρά, μπορούν να υπάρξουν βιολογικοί κίνδυνοι και συχνά απαιτούνται ειδικές προϋποθέσεις για ανάλυση ή και αποθήκευση σε άλλο χώρο.
Σύμφωνα με τα παραπάνω λοιπόν , και όπως σημειώνει η επικεφαλής, το πλεονέκτημα αυτής της τεχνικής είναι ότι δεν είναι επεμβατική και είναι πιο «φιλική» από άποψης υγιεινής σε σχέση με τεστ σάλιου ή αίματος.
Η τεχνολογία αυτή αναμένεται να εμφανιστεί σε φορητά σετ δοκιμών της αστυνομίας μέσα στην επόμενη δεκαετία.