Τον κώδωνα του κινδύνου κρούει ο Κωνσταντίνος Μίχαλος, με υπόμνημα που κατέθεσε την Τετάρτη στον Αντώνη Σαμαρά και στους υπόλοιπους αρχηγούς των κομμάτων του ελληνικού κοινοβουλίου. Σε αυτό ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδας αναφέρει πως η πορεία προς την ανάπτυξη έχει καθυστερήσει.
Με όχημα τον τουρισμό και την ελαφρά ανάκαμψη της ιδιωτικής κατανάλωσης, η ύφεση έχει υποχωρήσει, αναφέρει ο κ. Μίχαλος, ωστόσο από την άλλη πλευρά οι εξαγωγές αγαθών, που οφείλουν να πρωταγωνιστήσουν στην αναδιάρθρωση του παραγωγικού μοντέλου της οικονομίας, παραμένουν σε μεγάλο βαθμό καθηλωμένες. Η βιομηχανική παραγωγή δεν ανακτά τη δυναμική της και η επενδυτική δραστηριότητα περιορίζεται.
Παράλληλα υπογραμμίζει ότι, τα προβλήματα που εμποδίζουν τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας εξακολουθούν να υφίστανται καθώς η εμμονή στην πολιτική της εξάλειψης των ελλειμμάτων και της μείωσης του πληθωρισμού που επιβάλλει η Γερμανία στο σύνολο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και κατ’ επέκταση και στη χώρα μας, εμποδίζουν την ανάπτυξη και ενισχύουν την ανεργία.
Αυτό που εισηγείται ο κ. Μίχαλος για να βγει η Ελλάδα από την κρίση είναι μια συνολική αλλαγή της οικονομικής πολιτικής, ώστε να ενισχυθεί η ρευστότητα στην ευρωπαϊκή αγορά, να πραγματοποιηθούν παραγωγικές επενδύσεις.
«Το πρόσφατο παράδειγμα της Γαλλίας, με την παραίτηση του υπουργού Οικονομικών, ενισχύει την άποψη ότι η κρίση χτυπά πλέον δυνατά και την καρδιά της Ευρώπης, ως απόρροια της εμμονής της Γερμανίας σε μια πολιτική που εξυπηρετεί τα δικά της συμφέροντα, μετατρέποντας τα ελλείμματα του νότου σε δικά της πλεονάσματα. Είναι, ίσως, η κατάλληλη στιγμή η ελληνική κυβέρνηση, ενόψει και της συνάντησης των Παρισίων με τους εκπροσώπους της ΕΕ, της ΕΚΤ και του ΔΝΤ, να θέσει το ζήτημα της αλλαγής πολιτικής, με στροφή από τη σκληρή λιτότητα στην ανάπτυξη μέσω ελάφρυνσης του δημοσίου χρέους, έκδοσης ευρωομολόγων και χαλάρωσης των τραπεζικών κριτηρίων» όπως αναφέρεται στο υπόμνημα.
Όπως σημειώνεται σχετικά, για να αποφευχθεί ένας νέος δημοσιονομικός εκτροχιασμός στη χώρα μας και – κυρίως – για να αποκατασταθούν οι απώλειες που προκάλεσε η ύφεση, θα απαιτηθεί στα επόμενα χρόνια ένας μέσος ετήσιος ρυθμός ανάπτυξης άνω του 3%.
Η δυναμική και διατηρήσιμη μεσοπρόθεσμα ανάπτυξη που χρειάζεται η χώρα, απαιτεί και την αλλαγή της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζεται στο εσωτερικό με αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης που δεν εκπορεύονται από τις δεσμεύσεις που έχει αναλάβει έναντι των εταίρων και των δανειστών της. Απαιτείται η ανάδειξη ενός νέου παραγωγικού υποδείγματος, το οποίο θα εστιάζει στους τομείς των διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών και υπηρεσιών, στην καινοτομία και στην οικονομία της γνώσης. Κινητήριος μοχλός σε αυτό μοντέλο δεν μπορεί να είναι πλέον το κράτος, αλλά η εξωστρεφής και ανταγωνιστική επιχειρηματικότητα.
Ως παράδειγμα για το πρόβλημα της ρευστότητας, ο κ. Μίχαλος αναφέρει ότι το ύψος των επιτοκίων παραμένει απαγορευτικό. Μια μεγάλη ελληνική επιχείρηση πληρώνει σήμερα για το δανεισμό της μέχρι και υπερδιπλάσιο επιτόκιο, σε σύγκριση με ανταγωνιστές της στον πυρήνα της ευρωζώνης, η εξοντωτική φορολόγηση της ακίνητης περιουσίας, αστάθεια και η πολυπλοκότητα του συστήματος, τα λάθη, οι αστοχίες και οι συνεχείς αλλαγές στην εφαρμογή των ρυθμίσεων, λειτουργούν αποτρεπτικά στην ανάληψη κάθε δραστηριότητας και το κόστος της ενέργειας εξακολουθεί να απειλεί όχι μόνο την ανταγωνιστικότητα, αλλά και την ίδια τη βιωσιμότητα της εγχώριας βιομηχανίας. «Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο στόχος για αύξηση της συμβολής της βιομηχανίας στο 14-15% του ΑΕΠ, δεν είναι εφικτός» όπως υπογραμμίζεται.
Στο πλαίσιο αυτό, οι προσδοκίες και οι διεκδικήσεις του επιχειρηματικού κόσμου είναι σαφείς για διατήρηση πολιτικής σταθερότητας και διαμόρφωση ενός σαφούς εθνικού σχεδίου ανάπτυξης, με μακρόπνοο προσανατολισμό για τις εξαγωγές τις επενδύσεις τις μεταρρυθμίσεις, το ΕΣΠΑ.
Στο πλαίσιο του σχεδίου αυτού για τη ρευστότητα και το κόστος δανεισμού η ΚΕΕΕ ζητάει:
– να δοθεί το ταχύτερο δυνατόν λύση στο θέμα των «κόκκινων δανείων». Μια λύση που θα παρέχει δυνατότητες αναδιάρθρωσης σε βιώσιμους κλάδους και επιχειρήσεις, αλλά κυρίως θα συμβάλει στην ουσιαστική αποκατάσταση των συνθηκών χρηματοδότησης της οικονομίας.
– Επιτάχυνση της αποπληρωμής των οφειλών του κράτους προς ιδιώτες.
– Εφαρμογή της νέας ρύθμισης για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τα ασφαλιστικά ταμεία, με βάση την πρόταση των Επιμελητηρίων: κεφαλαιοποίηση των μέχρι σήμερα ληξιπρόθεσμων οφειλών και αποπληρωμή τους σε μηνιαία βάση που να ισούται με το 1% του συνόλου της οφειλής.