Δεν υπάρχει αμφιβολία καμιά, είμαστε εξοργιστικά κι απύθμενα χαλασμένοι, μπουκωμένοι ως τα αυτιά με πλήθος ιδεολογημάτων και ψεύδους.
Αλλοτριωμένοι και συχνά τόσο κουρασμένοι από όσα συμβαίνουν, ώστε να προσπαθούμε μάταια να δικαιολογήσουμε τα όσα διαδραματίζονται στον πλανήτη μας.
Είναι ίσως φυσικό, είναι ίσως εύλογο, γιατί αλλιώς θα αρχίσουμε να φλερτάρουμε έντονα με την ιδέα και το συναίσθημα της καθολικής απόρριψης.
Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών. ΟΗΕ, για συντομία.
Ιδρύθηκε το 45 του 20ου αιώνα, από τους νικητές του Β’Πολέμου και σύμφωνα με το καταστατικό του, «είναι ένας διεθνής οργανισμός κρατών του κόσμου μας με σκοπό τη συνεργασία στο Διεθνές Δίκαιο,την ασφάλεια, την οικονομική ανάπτυξη και, την πολιτική ισότητα».
Αν ελάχιστα αναλογιστεί κανείς πόσα έχουν συμβεί από τότε μέχρι σήμερα, ασφαλώς ο ΟΗΕ μοιάζει με έναν διεστραμμένο και καλοταϊσμένο παλιάτσο που κάνει τα νούμερα του βουτηγμένος στο αίμα, στη σκηνή ενός άθλιου τσίρκου.
Στα θεωρεία, κάθονται όλοι όσοι χτυπάνε το τύμπανο, στις θέσεις των θεατών οι προνομιούχοι του πλανήτη και στα κλουβιά, έξω από την τέντα, στοιβαγμένοι, σαν φυλακισμένα λιοντάρια, οι λαοί του κόσμου.
Αν επιχειρούσα να καταγράψω τις σφαγές τους πολέμους, τις εισβολές, τους εμφύλιους,την ανέχεια, τις καταπατήσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων που έχουν συντελεστεί ανενόχλητα υπό τη σκέπη του, θα έγραφα πολυσέλιδο, για να μην πω πολύτομο βιβλίο.
Αν εξαιρέσω την πράγματι πετυχημένη ανοικοδόμηση του Ανατολικού Τιμόρ, άλλη επιτυχία, τουλάχιστον εγώ, δεν μπορώ να θυμηθώ.
Αλλά και αυτή η «επιτυχία», ήρθε, αφού είχαν προηγηθεί η απίστευτη και μακροχρόνια σφαγή και η απολύτως ανενόχλητη εμπορία όπλων προς τις αντιμαχόμενες ομάδες εκ μέρους, ποιων άλλων, των μεγάλων δυνάμεων. Αυτών, που έχουν από την πρώτη στιγμή ουσιαστικά, μετατρέψει τον ΟΗΕ σε μία μαριονέτα.
Ο κόσμος, παρακολουθεί τα όσα γίνονται με τον ρυθμό που βλέπει ένα καλό παιχνίδι τένις. Θυμηθείτε την χαρακτηριστική εικόνα των κεφαλιών που γυρίζουν όλα μαζί, μια αριστερά και μια δεξιά και ξανά, από την αρχή. Μόνο που, στην περίπτωση του κόσμου, τα γήπεδα είναι πάρα πολλά, οι παίκτες πολλοί και το ένα «ματς» διαδέχεται το άλλο χωρίς κανένα να έχει τελειώσει.
Προστίθενται δε, συνεχώς καινούργια , το ένα πάνω στο άλλο.
Αποτέλεσμα, ένας κόσμος-θεατής που πια τρελαμένος, δεν ξέρει που να πρωτοκοιτάξει. Στοιχειώδης αυτοάμυνα, υποβοηθούμενη από την προπαγάνδα, οδηγεί στην απάθεια. Έτσι κι’αλλιώς, μάθαμε να βλέπουμε τον θάνατο των Άλλων από τον καναπέ μας.
Μας τον παρουσιάζουν από τον πόλεμο στον Κόλπο, σαν τρέιλερ πολεμικής ταινίας, με υποβλητικές μουσικές και με χίλια δυο τεχνικά φτιασίδια ώστε να τα εισπράττουμε όλα, σαν ένα «΄εργο» που δεν μας αφορά και δεν αλλοιώνει τη γεύση του βραδινού μας φαγητού μπροστά στις «ειδήσεις».
Μοναδική ελπἰδα αν και αχνή, να υπάρξει κάποτε μία συλλογική αφύπνιση και άρνηση στον ρόλο που μας έταξαν, αυτόν του θεατή.
Ας θυμηθούμε τώρα άλλη μία αιτία, πρόσφατη και ιδιαίτερα τραγική, που καθιστά σε ηθικό επίπεδο τουλάχιστον”, τα ψηφίσματα του ΟΗΕ άκυρα και διακοσμητικά όταν εμπλέκονται τα «καλά και συμφέροντα» των θιασαρχών του πλανήτη.
Νταρφούρ.
Μια περιοχή του κόσμου μας στην οποία η ζωή, έχει σταματήσει προ πολλού. Μια περιοχή, στην οποία ακόμα και οι λέξεις «σφαγή και γενοκτονία» δεν μπορούν να χωρέσουν αυτό που συμβαίνει.
Στο Νταρφούρ είναι, που έχει ξεφτελιστεί κάθε έννοια προσχήματος, στο Νταρφούρ είναι που ο Θεός έχει πεθάνει προ πολλού. Στο Νταρφούρ. Το οποίο, έχει χαθεί από την επικαιρότητα, αλλά ο θάνατος συνεχίζει να γλεντοκοπάει.
Δυόμισυ εκατομμύρια πρόσφυγες, τουλάχιστον 300.000 νεκροί, ενώ οι τελευταίες άγριες αιματοχυσίες έγιναν μόλις πριν από λίγες μέρες-η τελευταία αναφορά ήρθε στις 9 Μαρτίου.
Τι έχει κάνει η βαρύγδουπη και ευαίσθητη Διεθνής Κοινότητα;
Μα ό,τι έκανε πάντα: Σφυρίζει αδιάφορα, συντάσσει ψηφίσματα και πάει για ύπνο έχοντας επιτελέσει το καθήκον της.
Την απόλυτη αναποτελεσματικότητα της, την έχουμε βιώσει και στη γειτονιά μας με την Τουρκική εισβολή στην Κύπρο το 1974 και με την διατήρησή της για 37 χρόνια. Τις ντοπιες (και υπαρκτές) ευθύνες, δεν θα τις εξετάσουμε τώρα.
Οργανισμός Ηνωμένων Εγκλημάτων κατά της Ανθρωπότητας λοιπόν.
Για αυτό τελικά, είναι κατάπτυστοι όσοι έσπευσαν μετά την 18η Μαρτίου να χειροκροτήσουν το ψήφισμα για την απαγόρευση των πτήσεων και την κατάπαυση του πυρός στη Λιβύη.
Με πιο άθλιο χαιρετισμό να είναι αυτός του δεξιού αποκόμματος της κυρίας Μπακογιάννη, ένα ρεσιτάλ δουλικής υποταγής στα κελεύσματα των αφεντικών της.
Προφανώς, τα «συμμαχικά»πυρά ως «φίλια», ὀπου σκάσουν, φυτρώνουν άνθη, τρόφιμα και χαρωπά πρόσωπα παιδιών που παίζουν ανέμελα.
Δεν θα μπω στον κόπο καν να πάρω αποστάσεις του τύπου «είμαι κατά της επέμβασης αλλά και κατά του Καντάφι»
Ο αρχιφύλαρχος της Λιβύης-στον οποίο, ας μην το ξεχνάμε αυτό, πολλοί συμπατριώτες του πίνουν νερό στο όνομά του-μου είναι σφόδρα αντιπαθής.
Εκπροσωπεί, έναν κόσμο που δυσκολεύομαι να κατανοήσω, μου είναι τελείως ξένος και κυρίως, έρχεται από μία χώρα της οποίας η οργάνωση δεν έχει καμία σχέση με τις δυτικές παραδόσεις.
Στις μέχρι χτες άριστες σχέσεις που διατηρούσε με όλους όσους τώρα ανακάλυψαν στο πρόσωπό του έναν στυγνό σφαγέα δεν υπάρχει λόγος να αναφερθώ, γράφτηκαν ήδη πολλά από άλλους.
Η επέμβαση των δυτικών, τάχα στο όνομα του ανθρωπισμού, είναι η επιτομή της υποκρισίας, στην πιο χυδαία και βάρβαρη εκδοχή της.
Όπως απολύτως αντίστοιχα χυδαία και βάρβαρη, ήταν η επέμβαση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν (με τον αμερικανοθρεμμένο αντισοβιετικό αντάρτη Οσάμα Μπιν Λάντεν στην απέναντι πλευρά -ο οποίος τώρα, στηρίζει θερμά την ενδεχόμενη πτώση του Καντάφι…).
Όπως επίσης η κατάπτυστη εισβολή των Σοβιετικών στην Πράγα το 68, η σφαγή του Χιλιάνου λαού το 73 από τον Πινοσέτ και πάει λέγοντας.
Τελικά, δεν έχω την παραμικρή ιδέα αν υπάρχει αυτό που λένε «δίκαιος πόλεμος». Και επειδή έχω την αίσθηση πως δεν υπάρχει, το μόνο που μπορώ να φωνάξω με τις ελάχιστες δυνάμεις μου, είναι το κλασικό, απλό, αλλά απολύτως αληθές και ειλικρινές:
«Κάτω ο Πόλεμος».
Όποιος κι’αν είναι. Γιατί, πάντα, το αίμα που ρέει δεν είναι εκείνων που τον προκαλούν.
Ή, να το πω αλλιώς.
Γιατί πάντοτε, αυτοί που πεθαίνουν στους πολέμους δεν ξέρουν ποτέ γιατί στην πραγματικότητα πεθαίνουν.
Τόσο απλά…
του Γιώργου Πήττα