Το δραματολόγιο στο πολιτικό προσκήνιο δεν αλλάζει. Το ίδιο «μελόδραμα», με το ίδιο λιμπρέτο, με τον ίδιο λιμπρετίστα. Με άλλους ωστόσο θεατρίνους, συνήθως κακότεχνους πρωταγωνστές, δευτεραγωνιστές, μπόλικους κομπάρσους και άλλους τόσους καμποτίνους. Με την ίδια υποκριτική στα όρια ενίοτε της γελωτοποιίας, με άλλη όμως σκηνοθετική, σκηνογραφική και ενδυματολογική προσέγγιση…
Με το ίδιο «παρασκήνιο», όπου διαδραματίζονται σκηνές απείρου κάλλους και «αποφασίζονται» τα κυβιστήματα επί της πολιτικής ράμπας.
Με το υποβολείο, το «ξεχασμένο» από τους πραγματικούς εργάτες της θεατρικής σκηνής, να αποκτά αναβαθμισμένο ρόλο, ώστε οι πολιτικοί θεατρίνοι να σχοινοβατούν επαρκώς μεταξύ της «τραγωδίας» και του θεάτρου ανδρεικέλων. Γιατί ή όποια παρέκκλιση των «σαλτιμπάγκων» της πολιτικής σκηνής, αντιμετωπίζεται δεόντως από τους «παραγωγούς» του ελληνικού δράματος..
Το φιλοθεάμον ελληνικό κοινό δεν απολαμβάνει θέατρο ποικιλιών. Κάθε φορά που γίνεται η άρση της πολιτικής αυλαίας, ενώ διατηρεί την προσδοκία ότι θα «απολαύσει» μια νέα «παράσταση», με κάποια έστω στοιχεία αισιόδοξης και ειδυλλιακής υπόθεσης, παρακολουθεί την ίδια δίπρακτη, τρίπρακτη ή και τετράπρακτη κωμικο-τραγωδία και πολιτική φάρσα…
Είναι απίστευτο. Τόσο κακότεχνο πολιτικό «θέατρο» στη χώρα του ήλιου!..
Ερχεται κάποια στιγμή, που στην όποια κυβέρνηση ή και στην αντιπολίτευση στην Ελλάδα του κοινωνικού δράματος, δεν μπορείς να καταλογίσεις τίποτε πια.
Οταν όλα συνωστίζονται στις παρυφές του παρανοϊκού και του γελοίου, αρχίζει η αναρρίχηση στο ακαταλόγιστο. Οταν όλα περάσουν στη μεθοδευμένη «δημοκρατικά» εξουθένωση, στην «υποδειγματική» πολιτική υποκρισία και αυθαιρεσία με αρκετά στοιχεία γκροτέσκο και αποθέωσης του κιτς, τότε η επίρριψη ευθυνών καταντάει παρανοϊκή πολυτέλεια.
Δεν πρόκειται περί γκρίνιας και επικριτικής σπουδής, για τα τεκταινόμενα και για τα δρώντα πρόσωπα επί της πολιτικής σκηνής. Πρόκειται για μια εξ” αντικειμένου ασφυκτικά αδιέξοδη πραγματικότητα, που έχει να κάνει με τους πολιτικούς της φυγής.
Ολους αυτούς με την εξουσιαστική περιβολή, γραβατωμένους και μη, που βάζουν την καρδιά στα… σκέλια τους και αλυχτάνε, μόλις ο «μπόγιας» κάνει την εμφάνισή του…
Πρόκειται για μια πολιτική πραγματικότητα, με πολιτικούς που περιφέρουν την αυταρέσκειά τους από τηλεοπτικό παράθυρο σε τηλεοπτικό πάνελ, για να επιδείξουν την αμετροέπεια και τον βερμπαλισμό τους, σε καιρούς που απαιτείται σύνεση και μετρημένα λόγια. Σε μια χρονική περίοδο, που δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιούν γλωσσικούς κώδικες, που δημιουργούν κρυπτικό και αδιαφανές λεξιλόγιο, του τύπου της «δημιουργικής ασάφειας».
Πρόκειται για πολιτικούς μάλιστα που «αιματοδοτήθηκαν» από την αριστερή ιδεολογία και υποτίθεται δεν συμπαρατάχθηκαν με… γραβατωμένους αγίους της διαπλοκής, όπως οι άθλιοι προκάτοχοί τους «πρωταγωστές», με την εύκαμπτη σπονδυλική στήλη, στην ίδια τελικά «παράσταση» και στην ίδια πολιτική σκηνή.
Η σημερινή πραγματικότητα δημιουργεί νέες διαστάσεις ευθύνης της νεοπαγούς κυβερνητικής πλειοψηφίας. Οταν εξωθείται, θα μου πείτε, η πραγματικότητα στα άκρα, γίνεται ερεθιστική και θελκτική.
Δεν μπορεί ωστόσο τούτη η πραγματικότητα να εξακολουθεί να εκφράζεται με «λεβέντικα» συνθήματα και αρχοντοχωριάτικη λογική, χωρίς αντίκρυσμα.
Δεν μπορεί η σημερινή ελλαδική πραγματικότητα να ταυτίζεται με τους πολιτικούς του καζαμία, οι οποίοι με άλλους επικοινωνιακούς αετονύχιδες, όχι απλώς να διαστρέφουν την αλήθεια των πραγμάτων, αλλά και να ανάγουν σε υψηλό μέλημα τον πολιτικό ωχαδερφισμό…
Με τη λογική αυτή, ο επιχειρούμενος αποπροσανατολισμός των πολιτών, για μια ακόμη φορά από τους διάφορους αρλεκίνους της πολιτικής, είτε αφορά τα «ψιχία» που θα διατεθούν με νομοθετήματα για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης, είτε την… υποκριτική ευλάβεια του νέου «θιάσου» επί της πολιτικής σκηνής, σε συνδυασμό με την επικρατούσα σύγχυση στη νοηματοδότηση των ορθών πολιτικών ενεργειών, ανανεώνει την αξία της αυστηρής κριτικής ως θεραπαινίδας της αλήθειας…