Παγιδευμένος στο χρόνο βρίσκεται ένας νέος από τη Βρετανία ο οποίος παλεύει με τα απανωτά déjà vu που τον εμποδίζουν να ζήσει μία φυσιολογική ζωή.
Οι έρευνες έχουν δείξει ότι περισσότερο από το 70% των ανθρώπων έχει βιώσει τουλάχιστον μία φορά στη ζωή του, το “déjà vu” (ήδη ιδωμένο) ή όπως είναι ο επίσημος όρος στα ελληνικά: «προμνησία». Πρόκειται για την αίσθηση που μας καλλιεργείται κάποιες φορές και μας κάνει να πιστεύουμε ότι έχουμε δει ή βιώσει ξανά στο παρελθόν μία κατάσταση, μία στιγμή της ζωής μας.
Ενώ για τους περισσότερους ανθρώπους το déjà vu δεν διαρκεί παρά για ελάχιστα δευτερόλεπτα και εμφανίζεται με πολύ αραιές συχνότητες, ένας φοιτητής στη Βρετανία (το όνομα του οποίου δεν έχει αποκαλυφθεί) αναγκάστηκε να σταματήσει τις καθημερινές του δραστηριότητες, να βλέπει τηλεόραση, να ακούει μουσική ακόμα και να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο, εξαιτίας των πολλαπλών déjà vu. Η συχνότητα των déjà vu ήταν τέτοια που ο νεαρός φοιτητής έκανε συνέχεια μπάνιο πιστεύοντας ότι είναι μολυσμένος ενώ έπλενε επανειλημμένα τα χέρια του.
Πρόκειται για μία εξαιρετικά σπάνια περίπτωση η οποία, σύμφωνα με τους γιατρούς και τους ψυχολόγους που τον παρακολουθούν, οφείλεται ενδεχομένως στο άγχος γεγονός που τους κάνει να επαναπροσδιορίζουν όσα μέχρι πρότινος πίστευαν για τη σύνδεση των διαταραχών άγχους με το déjà vu.
Ωχ, αυτή τη στιγμή την έχω ξαναζήσειΟ Βρετανός φοιτητής παρακολουθήθηκε από μία μεγάλη ομάδα ειδικών σε πανεπιστήμια της Βρετανίας, του Καναδά και της Γαλλίας
Ο καθηγητής Dr Wells αναφέρει: «Αν κάτι τέτοιο αποδειχθεί θα είναι η πρώτη επίσημη καταγραφή που θα συνδέει το déjà vu με διαταραχές άγχους και όχι με κάποια νευρολογική ανωμαλία».
Η επικρατούσα αντίληψη άλλωστε, αντιμετωπίζει το déjà vu ως μία ανωμαλία της μνήμης κατά την οποία ο εγκέφαλος θεωρεί ότι έχει μία καταγεγραμμένη εμπειρία ενώ στην πραγματικότητα δεν την έχει. Η εξήγηση αυτή στηρίζεται από το γεγονός ότι μπορεί μεν το άτομο να πιστεύει ότι η εμπειρία του έχει ξανασυμβεί, αλλά δεν είναι σε θέση να ανακαλέσει τη χρονική στιγμή ή τις συνθήκες. Έρευνες έχουν δείξει συσχέτιση déjà vu με διαταραχές όπως η σχιζοφρένεια και η επιληψία. Οι σχέσεις αυτές σύμφωνα με ορισμένους επιστήμονες υπονοούν ότι το φαινόμενο είναι μία νευρολογική διαταραχή στα ηλεκτρικά φορτία του εγκεφάλου, διαταραχή που φυσικά δεν είναι απαραίτητο να είναι σοβαρή αφού είναι αρκετά συνηθισμένη και καθημερινή σε πολλούς υγιείς ανθρώπους.
Ο Βρετανός φοιτητής παρακολουθήθηκε από μία μεγάλη ομάδα ειδικών σε πανεπιστήμια της Βρετανίας, του Καναδά και της Γαλλίας και όλοι κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι ο εγκέφαλός του δεν έχει κάποια ανωμαλία αλλά απεναντίας φαίνεται να λειτουργεί σωστά. Ιδιαίτερη βέβαια εντύπωση προκαλεί το γεγονός ότι ο νεαρός δεν διακρίνεται μόνο από το αίσθημα της οικειότητας μίας πρωτόγνωρης στιγμής ή κατάστασης αλλά παραπονιέται ότι νιώθει σαν να αναβιώνει προηγούμενες εμπειρίες από τη μνήμη του. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι κρίσεις déjà vu αυξήθηκαν σε συχνότητα και διάρκεια όταν ο φοιτητής έκανε για πρώτη φορά χρήση LSD.
Μία από τις πρώτες και τις σημαντικότερες μελέτες για το φαινόμενο, πραγματοποιήθηκε από τον Morton Leeds στη δεκαετία του 1940 ο οποίος επειδή είχε ασυνήθιστα συχνές εξάρσεις déjà vu αποφάσισε να κρατήσει ένα αναλυτικό ημερολόγιο των εμπειριών του. Κατέγραφε λοιπόν τον χρόνο, τις συνθήκες, τη διάρκεια και την ένταση του κάθε «επεισοδίου» με αποτέλεσμα σε διάρκεια ενός χρόνου να εξιστορήσει 114 φορές που του συνέβη, ένα σχεδόν κάθε δύο ημέρες. Από την εμπειρική αυτή καταγραφή ο Morton αναλύοντας τα στοιχεία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τα περιστατικά συνέβαιναν σε περιόδους κούρασης και κυρίως στο τέλος της ημέρας ή στο τέλος της εβδομάδας.
Μετέπειτα έρευνες συσχέτισαν τη συχνότητα του φαινομένου με άλλους παράγοντες όπως πόσο μορφωμένος, πολυταξιδευμένος, φιλελεύθερος είναι ένας άνθρωπος ενώ κάποιοι επιστήμονες έχουν εντοπίσει ότι η συχνότητα συμβαδίζει με την ηλικία, παρουσιάζεται δηλαδή αυξημένη σε νεαρές ηλικίες και μειώνεται δραματικά όσο μεγαλώνουμε.
Παλαιότερα οι ερευνητές πίστευαν ότι οφείλεται στην οπτική καθυστέρηση, δηλαδή στην καθυστέρηση στη μεταφορά του οπτικού ερεθίσματος από το ένα μάτι στον εγκέφαλο σε σχέση με το άλλο μάτι. Η θεωρία όμως αυτή απορρίφθηκε όταν καταγράφηκαν ανάλογες εμπειρίες και από τυφλούς ανθρώπους.
Επιστρέφοντας στην περίπτωση του νεαρού φοιτητή, για την ώρα οι γιατροί και οι ψυχολόγοι δεν μπορούν να οδηγηθούν σε ασφαλή συμπεράσματα, ωστόσο, ψάχνουν τους τρόπους που μπορούν να τον βοηθήσουν.