Στις 6 Νοεμβρίου 1978 αστυνομικοί και δημοσιογράφοι μπήκαν στο σπίτι μιας οικογένειας στο χωριό Κωσταλέξι, λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λαμία και ήρθαν αντιμέτωποι με ένα ανατριχιαστικό θέαμα.
Σε ένα δωμάτιο βρήκαν κλειδωμένη την 47χρονη Ελένη Καρυώτη, η οποία ζούσε έγκλειστη επί τρεις δεκαετίες.
Η οικογένεια της την είχε κλειδώσει στο υπόγειο της οικίας, όπου ζούσε στο σκοτάδι.
Βρέθηκε γυμνή και σκεπασμένη με μια κουβέρτα. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξεις και την αναστάτωνε η παρουσία των ανθρώπων.
Έμοιαζε με αγρίμι και ήταν φοβισμένη, ενώ δεν είχε δει το φως του ηλίου για χρόνια.
Η υπόθεση πήρε τεράστιες διαστάσεις και απασχόλησε τον Τύπο της εποχής. Η κοινή γνώμη παρακολουθούσε συγκλονισμένη τις αποκαλύψεις σχετικά με το δράμα της κοπέλας.
Όπως αποκαλύφθηκε, ήταν έγκλειστη από τα χρόνια του εμφυλίου. Σύμφωνα με τις πληροφορίες που ήρθαν στο φως, στα 18 της χρόνια είχε σχέση με έναν δάσκαλο του χωριού, ο οποίος ήταν αντάρτης.
Επειδή τα μέλη της οικογένειας της ήταν σκληροπυρηνικοί εθνικόφρονες αποφάσισαν να την τιμωρήσουν.
Την απέσυραν από τη δημόσια ζωή, κλειδώνοντας τη στο υπόγειο του σπιτιού.
Παρέμεινε φυλακισμένη μέχρι το 1978.
Υπεύθυνα για τον εγκλεισμό της, θεωρήθηκαν τα αδέρφια της, τα οποία συνελήφθησαν από την αστυνομία και πέρασαν από δίκη. Παρόλο που οι συγχωριανοί γνώριζαν την κατάσταση της δεν βοήθησαν την κοπέλα, γι’αυτο κατηγορήθηκαν από τους δημοσιογράφους ως συνένοχοι.
Η Ελένη μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο της Λαμίας και αργότερα εισήχθη σε ψυχιατρικό ίδρυμα.
Τα αδέρφια αθωώθηκαν, ενώ η υπόθεση καλύφθηκε από περισσότερο μυστήριο όταν τα ίχνη της Ελένης εξαφανίστηκαν το 1998.
Κανένας δεν γνωρίζει τι απέγινε.