Η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, η Στάνταρντ Όιλ και η παρασκηνιακή δράση τους στον Β’ Π.Π.
Το 1933, ελάχιστοι άνθρωποι στον κόσμο πληροφορήθηκαν την ίδρυση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. Η τράπεζα αυτή αποτελούσε ένα διεθνές όργανο, στο οποίο συμμετείχαν οι κεντρικές τράπεζες πολλών κρατών της υφηλίου.
Την έμπνευση για την ίδρυσή της είχε ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Σαχτ. Ο Σαχτ ήρθε σε συνεννόηση με τραπεζίτες απ’ όλο τον κόσμο με σκοπό την ίδρυση ενός διεθνούς πιστωτικού ιδρύματος, το οποίο θα λειτουργούσε υπό κάθε περίσταση, ακόμη και αν οι χώρες τις οποίες οι τραπεζίτες αντιπροσώπευαν εμπλέκονταν μεταξύ τους σε πόλεμο.
Τα πλέον «βαρύγδουπα» μέλη της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών δεν ήταν άλλα από την Τράπεζα της Αγγλίας, τη Ράιχσμπανκ, την Τράπεζα της Ιταλίας, την Τράπεζα της Γαλλίας, την Τράπεζα του Βελγίου κ.ά.
Επισήμως, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών δημιουργήθηκε για να προωθήσει το πρόγραμμα των οικονομικών επανορθώσεων που όφειλε η Γερμανία στους συμμάχους του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Σύντομα όμως μετεξελίχθηκε σε «όχημα» μεταφοράς κεφαλαίων προς τη χιτλερική Γερμανία, τα οποία ο Χίτλερ αξιοποίησε στο έπακρο.
Όταν το 1939 ξέσπασε ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών βρισκόταν ουσιαστικά υπό γερμανικό έλεγχο, αν και διευθυντής της ήταν ο Αμερικανός Τόμας Μακίτρικ. Ωστόσο η υπέρ του Χίτλερ δραστηριότητά της είχε ξεκινήσει πριν από την έκρηξη του πολέμου.
Σε πρώτη φάση, μέσω της τράπεζας, ο αυστριακός χρυσός φυγαδεύτηκε στη Βασιλεία της Ελβετίας, αμέσως μετά το «Άνσλους», την ενσωμάτωση δηλαδή της Αυστρίας στο γερμανικό Ράιχ. Η ενέργεια αυτή μάλλον μικρή έκπληξη προκαλεί, εφόσον -θεωρητικά τουλάχιστον- οι Αυστριακοί ενώθηκαν με τη θέλησή τους με τη Γερμανία και δεν προέβαλαν αντίσταση. Από την άλλη πλευρά, η τσεχοσλοβακική ηγεσία, μετά τη διαβόητη Συμφωνία του Μονάχου και διαβλέποντας τις εξελίξεις, είχε φροντίσει να φυγαδεύσει το κρατικό απόθεμα χρυσού στη Βρετανία.
Παρ’ όλα αυτά, ο διευθυντής της Τράπεζας της Αγγλίας, Μοντάγκιου Νόρμαν, κατόπιν συνεννόησης με τον Ολλανδό και τον Γάλλο ομόλογό του, έστειλε τον τσεχοσλοβακικό χρυσό στη Βασιλεία της Ελβετίας, έδρα της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.
Από εκεί ο χρυσός μεταφέρθηκε στο Βερολίνο, εν γνώσει του Νόρμαν αλλά και του Γάλλου ομολόγου του, αλλά και εν γνώσει του τότε Βρετανού πρωθυπουργού Τσάμπερλεν, ο οποίος όμως ήταν μεγαλομέτοχος της εταιρείας «Αυτοκρατορικές Χημικές Βιομηχανίες», μιας ακόμη θυγατρικής εταιρείας της γερμανικής Φάρμπεν. Παρόμοια κατάληξη είχε και το βελγικό απόθεμα χρυσού, αξίας σε τιμές της εποχής 228.000.000 δολαρίων.
Ο βελγικός χρυσός διοχετεύτηκε στην Τράπεζα της Γαλλίας, λίγο προτού η χώρα καταληφθεί από τους Γερμανούς.
Οι Γάλλοι τραπεζίτες τον μετέφεραν στη Βόρεια Αφρική και από εκεί τον παρέδωσαν στους Γερμανούς συναδέλφους τους και τους συναδέλφους τους στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών. Ο Βέλγος αντιπρόσωπος της Τράπεζας του Βελγίου στις ΗΠΑ, με εντολή της εξόριστης βελγικής κυβέρνησης, απαίτησε από το υποκατάστημα της Τράπεζας της Γαλλίας στις ΗΠΑ να αποδώσει στους Βέλγους το αντίστοιχο ποσό. Κατέφυγε μάλιστα στην αμερικανική Δικαιοσύνη, η οποία και τον δικαίωσε.
Για κακή του τύχη όμως, αντιπρόσωπος της Τράπεζας της Γαλλίας στις ΗΠΑ ήταν ο Αμερικανός γερουσιαστής Φρέντερικ Κούντερτ, αναμεμειγμένος και ο ίδιος στις δραστηριότητες της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. Έτσι, το αποτέλεσμα ήταν προδιαγεγραμμένο. Αλλά και η βρετανική κυβέρνηση εξακολούθησε να συνεργάζεται με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, ακόμα και μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, τον Δεκέμβριο του 1942, προκαλώντας την οργή του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών, Μόργκενταου.
Αποκαλυπτική είναι η μαρτυρία του Γερμανού Νίεμαγιερ, σημαντικού στελέχους της τράπεζας, σύμφωνα με τον οποίο: «…Δεν είχε νόημα η πρόκληση νομικών κωλυμάτων, σχετικά με τον σεβασμό των δικαιωμάτων των κατεχόμενων από τους Γερμανούς χωρών».
Και σε επαλήθευση αυτού, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών παραχώρησε δάνειο πολλών εκατομμυρίων ελβετικών χρυσών φράγκων στη γερμανική διοίκηση της κατεχόμενης και στενάζουσας Πολωνίας.
Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούσαν παρά πρόγευση της δραστηριότητας της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. Στις αρχές του 1940 και ενώ ο πόλεμος είχε ήδη ξεσπάσει και η Πολωνία βρισκόταν ήδη υπό τη στυγνή ναζιστική τυραννία, ο νέος διευθυντής της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, ο Μακίτρικ, επισκέφθηκε το Βερολίνο όπου είχε συναντήσεις με Γερμανούς τραπεζίτες, αλλά και με υψηλά ιστάμενα στελέχη των SS.
Θέμα των συναντήσεων ήταν η εξεύρεση ενός τρόπου για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών σε περίπτωση εισόδου και των ΗΠΑ στον πόλεμο, στο πλευρό των Συμμάχων.
Προφανώς, κάποια λύση βρέθηκε, και γι’ αυτό ο Μακίτρικ μπόρεσε και αργότερα -εν μέσω του πολέμου- να επισκεφθεί το Βερολίνο, το 1943, χρησιμοποιώντας πότε ιταλικό διπλωματικό διαβατήριο και πότε το κανονικό του (το αμερικανικό), ταξιδεύοντας πότε με γερμανικά υποβρύχια και πότε με σουηδικά πλοία. Ελεύθερα επίσης ταξίδευαν στην εμπόλεμη Ευρώπη και τα λοιπά μέλη του διευθυντηρίου της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών.
Ο ρόλος του Μακίτρικ φαίνεται ξεκάθαρα και από ένα έγγραφο, σύμφωνα με το οποίο ο Γερμανός και ο Ιταλός αντιπρόσωπος τον αποδέχονταν ως διευθυντή της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, τουλάχιστον έως το πέρας του πολέμου, εφόσον ήταν «ένα εξαιρετικά έμπιστο πρόσωπο».
Στις 7 Σεπτεμβρίου 1942 εξεδόθη κανονικά η ετήσια έκθεση πεπραγμένων της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, η πρώτη μετά και την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο. Τα πρακτικά της έκθεσης διανεμήθηκαν σε όλους τους αντιπροσώπους, των Συμμάχων και του Άξονα.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η συγκεκριμένη έκθεση περιείχε και πολιτικές κατευθύνσεις, εκπορευόμενες από την ανάλυση -υποτίθεται- οικονομικών μοντέλων. Σύμφωνα με αυτές, πρότεινε την υπογραφή συνθήκης ειρήνης με τη Γερμανία, αναγνωρίζοντάς της τις κατακτήσεις στην Ανατολή. Κατόπιν θα γίνονταν κοινές επενδύσεις, βασισμένες στον αμερικανικό χρυσό, προκειμένου να ορθοποδήσει η παγκόσμια οικονομία.
Σε αυτό το πλαίσιο, ένας Βρετανός βουλευτής, ο Τζορτζ Στράους, άρχισε να ερευνά την υπόθεση. Ο Στράους κατέθεσε την πρώτη επερώτησή του τον Μάιο του 1942, στο βρετανικό Κοινοβούλιο, για να λάβει από τον υπουργό των Οικονομικών την εκπληκτική απάντηση: «Αυτή η χώρα έχει πολλά δικαιώματα και ενδιαφέρον να επιδείξει στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, υπό το πρίσμα των διεθνών συμφωνιών της με άλλες χώρες. Δεν είναι λοιπόν στις προθέσεις μας να πλήξουμε τις σχέσεις μας με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών».
Ο Στράους συνέχισε τον αγώνα του καταγγέλλοντας τη συνεργασία με τον εχθρό. Τίποτε όμως δεν έγινε.
Παρ’ όλ’ αυτά, η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών δεν περιορίστηκε εκεί. Το καλοκαίρι του 1942, οι Σύμμαχοι ετοιμάζονταν να εξαπολύσουν την Επιχείρηση «Πυρσός». Στόχος τους ήταν η κατάληψη της γαλλικής (ελεγχόμενης από την κυβέρνηση του Βισί) βόρειας Αφρικής. Γάλλοι αντιπρόσωποι της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών πληροφορήθηκαν από τους Αμερικανούς το γεγονός και ενημέρωσαν τους Γερμανούς ομολόγους τους.
Αμέσως οι τελευταίοι μετέφεραν 9 δισεκατομμύρια χρυσά γαλλικά φράγκα σε λογαριασμούς στο Αλγέρι και άρχισαν να αγοράζουν αμερικανικά δολάρια. Με τον τρόπο αυτό, θεωρώντας βέβαιη τη γερμανική ήττα στη βόρεια Αφρική και τις συνεπακόλουθες πολιτικές αλλαγές (κατάληψη του συνόλου του γαλλικού εδάφους από τους Γερμανούς και προσχώρηση των Γάλλων στους Συμμάχους) και τα χρήματά τους εξασφάλισαν, και κέρδισαν περισσότερα από 200.000.000 δολάρια σε μία νύχτα, εφόσον η συμμαχική νίκη θα επηρέαζε την τιμή του δολαρίου.
Στο μεταξύ ακόμη ένας βουλευτής, Αμερικανός αυτή τη φορά, κατέθεσε επερώτηση σχετικά με τη δράση της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών και του προέδρου της, του Μακίτρικ. Το όλο θέμα έφτασε έως το γραφείο του Αμερικανού υπουργού των Οικονομικών Μόργκενταου, ο οποίος δεν έπραξε το παραμικρό, παρά τις νέες καταγγελίες από έναν άλλο γερουσιαστή, ο οποίος κατέθεσε στοιχεία που αφορούσαν την τροφοδότηση με αμερικανικά χρήματα των λογαριασμών της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. Και πάλι όμως τίποτε δεν έγινε.
Ακόμη μία φωνή διαμαρτυρίας ακούστηκε στις 10 Ιουλίου 1944, κατά τη διάρκεια της Διεθνούς Οικονομικής Συνόδου που έγινε στο Νιου Τζέρσεϊ των ΗΠΑ. Τότε, ο Νορβηγός αντιπρόσωπος Κέλαου μίλησε ανοιχτά για τη δράση της τράπεζας και ζήτησε τη διάλυσή της. Την πρόταση όμως αντέκρουσαν οι Αμερικανοί, οι Βρετανοί, αλλά και ο Ολλανδός αντιπρόσωπος.
Την ίδια ώρα και με τη βοήθεια της Εθνικής Τράπεζας της Ελβετίας, οι Γερμανοί κατέθεταν τον χρυσό που είχαν αρπάξει από τις υπό κατοχή ευρωπαϊκές χώρες, αλλά και τον χρυσό των θυμάτων των στρατοπέδων συγκέντρωσης, σε ειδικούς λογαριασμούς στην Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών.
Το γεγονός αυτό αποκάλυψε ένας Γερμανός διευθυντής της τράπεζας στη δίκη της Νυρεμβέργης, το 1946. Τελικά όμως κανείς από τους συνεργάτες των Γερμανών δεν τιμωρήθηκε.
Ο Μακίτρικ μάλιστα, μετά τον πόλεμο τοποθετήθηκε σε καίρια θέση στον όμιλο επιχειρήσεων Ροκφέλερ, ιδιοκτησίας της ομώνυμης εβραϊκής καταγωγής αμερικανικής οικογένειας! Μόνο το 1948 το αμερικανικό υπουργείο Οικονομικών απαίτησε και έλαβε από την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών, ως αποζημίωση, χρυσό αξίας 4.000.000 δολαρίων της εποχής.
Ποσό μηδαμινό, που ισοδυναμούσε με το 1/200 της συνολικής αξίας του αρπαγμένου από τους Γερμανούς χρυσού.
Ωστόσο δεν ήταν μόνο η Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών που είχε εξαρχής επαφές με το χιτλερικό καθεστώς, τις οποίες και διατήρησε κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Υπήρξε ακόμη μία τράπεζα, ακραιφνώς αμερικανικών συμφερόντων αυτή, η οποία μάλιστα ανήκε στον όμιλο των εβραϊκής καταγωγής Ροκφέλερ! Ήταν η Τσέιζ Νάσιοναλ Μπανκ- μετονομάστηκε αργότερα σε Τσέιζ Μανχάταν Μπανκ. Η συγκεκριμένη τράπεζα ήταν το ισχυρότερο και πλουσιότερο πιστωτικό ίδρυμα των ΗΠΑ εκείνη την εποχή.
Πρόεδρός της ήταν ο γαμπρός του Ροκφέλερ, Γουίνθροπ Ίλντριχ και υπεύθυνος των «ευρωπαϊκών» υποθέσεων ήταν ο Τζόζεφ Λάρκιν. Ο Λάρκιν είχε δώσει δείγματα γραφής κατά τη διάρκεια του ισπανικού Εμφυλίου, όταν είχε αρνηθεί να επιτρέψει στους Δημοκρατικούς να ανοίξουν λογαριασμό στην τράπεζά του, τόσο στη Νέα Υόρκη όσο και στο υποκατάστημα του Παρισιού. Με την έναρξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, η τράπεζα συνέχισε να λειτουργεί απρόσκοπτα, τόσο στις πρωτεύουσες των ουδέτερων κρατών όσο και στο λίγο αργότερα κατεχόμενο Παρίσι.
Έως το 1941 άλλωστε οι ΗΠΑ ήταν ουδέτερες. Το πρόβλημα ήταν ότι η τράπεζα συνέχισε να λειτουργεί στο Παρίσι και μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, τον Δεκέμβριο του 1941.
Η λειτουργία της μάλιστα συνεχίστηκε καθ’ όλη τη διάρκεια του πολέμου. Το γεγονός δεν ήταν φυσικά τυχαίο. Μέσω της τράπεζάς του, ο Λάρκιν εξυπηρετούσε ποικιλοτρόπως το ναζιστικό καθεστώς, συναλλασσόμενος με την εταιρεία πετρελαιοειδών Στάνταρντ Όιλ, του ομίλου Ροκφέλερ, με τη σουηδική SKF, τη μεγαλύτερη εταιρεία παραγωγής ρουλεμάν παγκοσμίως, και με την αμερικανική εταιρεία τηλεπικοινωνιακού υλικού ΙΤΤ. Όλες αυτές οι εταιρείες συνεργάστηκαν στενά με το ναζιστικό καθεστώς σε όλη σχεδόν τη διάρκεια του πολέμου.
Επίσης, μέσω της τράπεζας οι Ροκφέλερ συνδέθηκαν ακόμη στενότερα με τη ναζιστική Γερμανία, ιδρύοντας το 1936 τη χρηματιστηριακή εταιρεία «Ροκφέλερ, Σρέντερ και Σία». Οι κύριοι συντελεστές της νέας εταιρείας ήταν ο Άβερι Ροκφέλερ, ο μόνιμος κάτοικος Λονδίνου Γερμανός βαρόνος Μπρούνο φον Σρέντερ και το στέλεχος της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών, αλλά και της Γκεστάπο, Κουρτ φον Σρέντερ.
Η εταιρεία αυτή έγινε ένα ακόμη «όχημα» μεταφοράς χρημάτων στη Γερμανία. Υπολογίζεται ότι μέσω του Άβερι Ροκφέλερ και του Λάρκιν τουλάχιστον 25 εκατομμύρια δολάρια πέρασαν σε γερμανικά χέρια, μόνο το πρώτο εξάμηνο του 1939. Επίσης μέσω των ίδιων μηχανισμών εκατομμύρια δολάρια Γερμανών μεταναστών στις ΗΠΑ, αλλά και Αμερικανών συμπαθούντων, μετατράπηκαν σε μάρκα και παραδόθηκαν στη Ράιχσμπανκ.
Οι ίδιοι κύριοι παράκαμψαν ακόμη και προσωπική εντολή του προέδρου Ρούσβελτ και επέτρεψαν σε μια βρετανικών και ολλανδικών συμφερόντων εταιρεία να παραδώσει χρήματα και διαμάντια στη Γερμανία, τον Μάιο του 1940, την ώρα δηλαδή που η Ολλανδία καταλαμβανόταν από τον γερμανικό Στρατό, ενώ ο βρετανικός Στρατός έτρεχε να σωθεί στη Δουνκέρκη.
Τα χειρότερα όμως θα συνέβαιναν μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο. Όπως προαναφέρθηκε, η αμερικανική τράπεζα λειτουργούσε κανονικότατα στο κατεχόμενο Παρίσι, σαν να μην υφίστατο εμπόλεμη κατάσταση μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας. Μέσω των υποκαταστημάτων της στη Λατινική Αμερική, χρήματα έρχονταν συνεχώς στο υποκατάστημα της Γαλλίας και από εκεί κατευθύνονταν στη Γερμανία.
Η τράπεζα όμως λειτούργησε και ως μεσολαβητής, κλείνοντας συμφωνίες μεταξύ διαφόρων εταιρειών (είχαν έδρα κυρίως τη Λατινική Αμερική) και της γερμανικής κυβέρνησης.
Σε αντάλλαγμα, οι Γερμανοί χρηματοδοτούσαν την τράπεζα και κάλυπταν τα λειτουργικά της έξοδα.
Στην Τσέιζ Μπανκ του Παρισιού είχε ανοίξει λογαριασμό και ο Γερμανός πρεσβευτής στη Γαλλία του Βισί, ο Ότο Άμπετς.
Ο συγκεκριμένος λογαριασμός τροφοδοτούνταν από την ίδια την Τσέιζ Μπανκ και ο Άμπετς απέσυρε συχνά χρήματα από αυτόν με σκοπό να χρηματοδοτήσει τις γαλλικές φασιστικές οργανώσεις που συνεργάζονταν με τους Γερμανούς.
Από τον ίδιο λογαριασμό χρηματοδοτήθηκε και μια προπαγανδιστική εκστρατεία στη Γαλλία, που είχε ως στόχο τον προσεταιρισμό των Γάλλων, αλλά και η κυκλοφορία φιλογερμανικών εφημερίδων στη Γαλλία.
Με τα ίδια χρήματα αγοράστηκαν σε εξευτελιστικές τιμές εκατοντάδες έργα τέχνης, απ’ όλη τη Γαλλία, που κατέληξαν στη συλλογή του Γκέρινγκ.
Απ’ όλους τους εμπλεκομένους, σχεδόν κανείς δεν τιμωρήθηκε μετά τον Πόλεμο, όπως δεν τιμωρήθηκαν οι υπεύθυνοι της επίσης αμερικανικής τράπεζας Μόργκαν, η οποία ήταν από αυτές που διατήρησαν ανοιχτό το υποκατάστημά τους στο Παρίσι κατά τη διάρκεια του πολέμου διαδραματίζοντας παρεμφερή με την Τσέιζ Μπανκ ρόλο.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι στην όλη υπόθεση εμπλέκονταν και βρετανικές τράπεζες, οι οποίες όμως φρόντισαν να καλύψουν καλύτερα τα ίχνη τους.
Όχι φυσικά επειδή φοβούνταν κάποιου είδους τιμωρία. Απλώς και μόνο για τυπικούς λόγους «ευθιξίας».
Καύσιμα στον εχθρό
Η Στάνταρντ Όιλ Κόμπανι ήταν το 1941 η μεγαλύτερη εταιρεία πετρελαιοειδών στον κόσμο. Ανήκε στον όμιλο των Ροκφέλερ. Πρόεδρός της ήταν ο Γουίλιαμ Φάρις και διευθύνων σύμβουλος ο Βάλτερ Τιγκλ. Ο Τιγκλ ήταν μια ιδιάζουσα προσωπικότητα. Αυταρχικός ο ίδιος, κατόρθωσε να επιβάλει μονοπωλιακά την Στάνταρντ Όιλ ως την ισχυρότερη εταιρεία στο είδος της, αποκτώντας παράλληλα διασυνδέσεις με τη χημική βιομηχανία και τις αυτοκινητοβιομηχανίες. Από τα μέσα της δεκαετίας του ’20, ο Τιγκλ είχε αποκτήσει επαφές με τη Γερμανία, και κυρίως με τον Χέρμαν Σμιτς, στέλεχος της χημικής βιομηχανίας Φάρμπεν.
Σύντομα, στη συντροφιά τους προσκολλήθηκε ο φιλοναζιστής Βρετανός επιχειρηματίας σερ Χένρι Ντέτερινγκ και ο γνωστός αντισημίτης βιομήχανος Χένρι Φορντ. Οι επαφές αυτές βοήθησαν τον Τιγκλ να γίνει διευθυντής της αμερικανικής θυγατρικής της Φάρμπεν, της Αμερικανικής Χημικής Βιομηχανίας. Ο ίδιος επένδυσε πολλά χρήματα στην εταιρεία αυτή. Και η νέα εταιρεία επένδυσε πολλά χρήματα στη Στάνταρντ Όιλ.
Με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, ο Τιγκλ και ο Σμιτς προσέλαβαν έναν διάσημο Αμερικανό κοσμικό της εποχής, τον Άιβι Λι, πρώην στέλεχος του ομίλου Ροκφέλερ. Ο Λι ανέλαβε να προπαγανδίσει τη χιτλερική ιδεολογία στις ΗΠΑ, εκτελώντας παράλληλα τον ρόλο του πληροφοριοδότη επί των αμερικανικών οικονομικών εξελίξεων. Ιδιαιτέρως η προπαγανδιστική προσπάθεια του Λι επικεντρώθηκε στην άμβλυνση των αντιδράσεων της αμερικανικής κοινής γνώμης σε θέματα όπως ο γερμανικός επανεξοπλισμός, οι διώξεις κατά της Εκκλησίας και αργότερα οι διώξεις κατά των Εβραίων, των κομμουνιστών και γενικά των διαφωνούντων.
Ο Λι πληρωνόταν για τις υπηρεσίες του μέσω της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών. Στην αρχή, ο Λι αμοιβόταν με μικρά σχετικά ποσά. Σταδιακά όμως, όσο η δράση του επεκτεινόταν, τόσο η αμοιβή του μεγάλωνε.
Οι αμερικανικές Αρχές άρχισαν να ερευνούν τις δραστηριότητες του Λι και σιγά σιγά έφτασαν στον Τιγκλ. Διενεργήθηκε ανάκριση, αντικείμενο της οποίας δεν ήταν μόνο ο Λι, αλλά κυρίως οι διασυνδέσεις της Αμερικανικής Χημικής Βιομηχανίας και της γερμανικής Φάρμπεν. Ο Τιγκλ αρνήθηκε ότι υπήρχε κάποια σχέση μεταξύ των εταιρειών, και οι Αρχές δεν διέθεταν στοιχεία για να το αποδείξουν. Εξάλλου η παραίτηση του Τιγκλ από το διοικητικό συμβούλιο της Αμερικανικής Χημικής Βιομηχανίας, λίγο αργότερα, καθησύχασε τις αμερικανικές Αρχές.
Ο Τιγκλ όμως μόνο τυπικά είχε αποχωρήσει. Στην πραγματικότητα, παρέμεινε ο ιθύνων νους πίσω από την Αμερικανική Χημική Βιομηχανία, ειδικά όσον αφορά τις πωλήσεις τετρααιθυλίου (χημικού απαραίτητου για την παραγωγή των αεροπορικών καυσίμων, της κηροζίνης). Μέσω της βρετανικής θυγατρικής της εταιρείας, με τη μεσολάβηση του Τιγκλ, ο Σμιτς παρέλαβε 500 τόνους τετρααιθυλίου το 1938, ενώ τον επόμενο χρόνο αγόρασε από τη Βρετανία, πάντα μέσω του Τιγκλ, τετρααιθύλιο αξίας 15 εκατομμυρίων δολαρίων.
Με παρόμοιο τρόπο, ο Τιγκλ προμήθευσε αυτό το στρατηγικής σημασίας χημικό και στην Ιαπωνία. Αλλά και οι Βρετανοί αγόραζαν τετρααιθύλιο από την ίδια εταιρεία, μόνο που τα χρήματα που έδιναν κατέληγαν τελικά, μέσω του Τιγκλ, στα ταμεία της γερμανικής εταιρείας Φάρμπεν, διαρκούντος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου!
Αποχωρώντας ο Τιγκλ, είχε φροντίσει να ορίσει διάδοχό του τον στενό του φίλο και ομοϊδεάτη του, Γουίλιαμ Φάρις. Ο Φάρις είχε φροντίσει να επανδρώσει τα πετρελαιοφόρα πλοία της Στάνταρντ Όιλ με γερμανικά πληρώματα. Τα πλοία αυτά δεν μετέφεραν απλώς πετρέλαιο στη Γερμανία, αλλά μετέφεραν και Γερμανούς πράκτορες, από και προς τη χώρα.
Με την έκρηξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, τα πράγματα χειροτέρευσαν για τον Φάρις, καθώς οι Βρετανοί ανακάλυψαν τη δράση του, μετά τη διενέργεια νηοψιών στα σκάφη του και συνέλαβαν τα γερμανικά πληρώματα και τους επιβάτες.
Κατόπιν ανακρίσεων, οι Γερμανοί κρατούμενοι αποκάλυψαν στους Βρετανούς το σχέδιο δράσης του Φάρις. Αυτός τότε απέλυσε όλους τους Γερμανούς εργαζομένους στην εταιρεία, αλλά και έθεσε το σύνολο του στόλου του υπό σημαία Παναμά. Παράλληλα, ο Φάρις κατέστη πιο προσεκτικός. Τα πλοία του δεν μετέφεραν πλέον απευθείας πετρέλαιο στη Γερμανία. Τώρα ξεφόρτωναν το φορτίο τους στην Τενερίφη των Καναρίων Νήσων, σε ισπανικό δηλαδή έδαφος. Από εκεί, με τη συνεργασία της κυβέρνησης του Φράνκο, το πετρέλαιο μεταφορτωνόταν σε γερμανικά πλοία και ταξίδευε προς τη Γερμανία.
Μια ποσότητα καυσίμων παρέμενε πάντως στα Κανάρια, υπό γερμανικό έλεγχο, και με αυτήν ανεφοδιάζονταν τα παραπλέοντα γερμανικά υποβρύχια.
Οι Βρετανοί γνώριζαν ότι σε όλη τη διάρκεια του πολέμου τα γερμανικά υποβρύχια ανεφοδιάζονταν στα ισπανικά λιμάνια. Δεν αντέδρασαν όμως, διότι δεν επιθυμούσαν να σπρώξουν τον Φράνκο στην αγκαλιά του Άξονα. Ο Ισπανός δικτάτορας άλλωστε είχε παραχωρήσει και στους Συμμάχους αρκετά προνόμια. Ο Φάρις πάντως συνέχισε τη δράση του. Έφτασε μάλιστα στο σημείο να κατασκευάσει διυλιστήριο στα Κανάρια. Εκεί, το αργό πετρέλαιο που μετέφεραν τα πλοία του μετατρεπόταν σε βενζίνη για τα οχήματα του γερμανικού Στρατού και σε κηροζίνη για τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε. Λίγο νωρίτερα άλλωστε, το 1936, ο φίλος του Τιγκλ είχε φροντίσει να ιδρύσει διυλιστήριο και στο Αμβούργο, το οποίο παρήγαγε 15.000 τόνους κηροζίνη την εβδομάδα.
Την ίδια ώρα, η αμερικανική θυγατρική εταιρεία της Φάρμπεν, ανήκουσα στον όμιλο της Τσέιζ Μπανκ, προμήθευε τη Γερμανία με συνθετικό καουτσούκ. Το καρτέλ των συνεργατών του Χίτλερ όμως δεν περιοριζόταν πάντα σε «εμπορικές» συμφωνίες. Σε μερικές περιπτώσεις επιχειρούσε και πολιτικές διευθετήσεις.
Με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, την ώρα που τα πάντσερ τσάκιζαν τους Πολωνούς, ο αντιπρόεδρος της Στάνταρντ Όιλ, Φρανκ Χάουαρντ, ταξίδεψε έως το Λονδίνο – με την έγκριση φυσικά του Φάρις. Εκεί συναντήθηκε με τον πρεσβευτή των ΗΠΑ στη βρετανική πρωτεύουσα, τον Τζόζεφ Κένεντι. Παραμένει άγνωστο τι συζητήθηκε μεταξύ των δύο ανδρών, αν και πληροφορίες αναφέρουν ότι ο Κένεντι επεδίωκε την ανάληψη πρωτοβουλίας για τον τερματισμό του πολέμου μεταξύ Συμμάχων και Γερμανίας, αναγνωρίζοντας την κατάκτηση της Πολωνίας από τον Χίτλερ.
Γνωρίζουμε με βεβαιότητα ότι ο Κένεντι ενημερώθηκε από τον Χάουαρντ σχετικά με την πρόθεση του τελευταίου να συναντηθεί με τον Γερμανό εκπρόσωπο της Φάρμπεν, Φριτς Ρίγκεν.
Η συνάντηση έγινε στις 22 Σεπτεμβρίου στη Χάγη της Ολλανδίας, στην οποία ο Χάουαρντ μετέβη με βρετανικό πολεμικό αεροσκάφος. Εκεί αποφασίστηκε να συνεχιστεί απρόσκοπτα η συνεργασία μεταξύ της Στάνταρντ Όιλ και των θυγατρικών της με τη γερμανική Φάρμπεν και τις αμερικανικές θυγατρικές της, ακόμα και σε περίπτωση που οι ΗΠΑ εισέρχονταν στον πόλεμο κατά της Γερμανίας.
Την ίδια ώρα, η Στάνταρντ Όιλ ανέλαβε την αξιοποίηση των ρουμανικών πετρελαιοπηγών στο Πλοέστι και χρηματοδότησε την ανάπτυξη της πετρελαϊκής έρευνας και βιομηχανίας στη Ρουμανία. Η Φάρμπεν, από την πλευρά της, ήταν η εταιρεία που ανέλαβε την εκμετάλλευση των ρουμανικών πετρελαίων, αλλά και τη χρηματοδότηση της «Σιδηράς Φρουράς», της ρουμανικής ναζιστικής οργάνωσης, η οποία τελικά οδήγησε τη χώρα στο στρατόπεδο του Άξονα. Στις 5 Μαρτίου του 1941 μάλιστα πραγματοποιήθηκε συνάντηση στη Βιέννη του στρατάρχη της Λουφτβάφε Χέρμαν Γκέρινγκ, του Ρουμάνου δικτάτορα Ίον Αντονέσκου και ενός εκπροσώπου της Στάνταρντ Όιλ.
Κατά τη συνάντηση αποφασίστηκε η παραχώρηση των δικαιωμάτων χρήσης των ρουμανικών πετρελαίων από τη Στάνταρντ Όιλ, ακόμη και αν οι ΗΠΑ κήρυτταν τον πόλεμο στη Γερμανία, έναντι του ποσού των 11 εκατομμυρίων δολαρίων.
Με παρόμοιο τρόπο η Στάνταρντ Όιλ έθεσε υπό τον έλεγχό της και τα ουγγρικά κοιτάσματα πετρελαίου, προσδένοντας σταδιακά και τη χώρα αυτή στο γερμανικό άρμα. Τον Ιούλιο του 1941, ο Φάρις επιχείρησε να πουλήσει επίσημα τις μετοχές των ουγγρικών πετρελαίων της Στάνταρντ Όιλ στη γερμανική Φάρμπεν, ζητώντας την άδεια του αμερικανικού υπουργείου Οικονομικών. Η άδεια δεν του δόθηκε, αλλά παρ’ όλα αυτά η Φάρμπεν, έστω και με όχι νομότυπο τρόπο, εκμεταλλεύτηκε και το ουγγρικό πετρέλαιο.
Υπολογίζεται ότι τα δικαιώματα που πλήρωσαν οι Γερμανοί στους Αμερικανούς συνεργάτες τους ξεπερνούσαν τα 25 εκατομμύρια δολάρια. Καθώς όμως το βρετανικό Ναυτικό ενέτεινε τους ελέγχους του, περιπολώντας ακόμη και πλησίον των αμερικανικών ακτών, η ηγεσία της Στάνταρντ Όιλ βρήκε άλλον τρόπο να στέλνει καύσιμα στους Γερμανούς.
Τεράστιες ποσότητες στάλθηκαν στη Σοβιετική Ένωση, από το έδαφος της οποίας μεταφέρθηκαν στη Γερμανία. Μόνο ένα μέρος των καυσίμων που ο Στάλιν παρέδωσε στον Χίτλερ έως το καλοκαίρι του 1941 ήταν δικό του. Το υπόλοιπο προερχόταν από την καπιταλιστική Αμερική! Την ίδια ώρα, πλοία της εταιρείας παρέδιδαν φορτία καυσίμων στην ελεγχόμενη από την κυβέρνηση του Βισί γαλλική βόρεια Αφρική. Μια άλλη δραστηριότητα της Στάνταρντ Όιλ ήταν η προμήθεια ειδικής βενζίνης στην ιταλική εταιρεία αερομεταφορών LATI.
Τα μεγάλα υδροπλάνα της εταιρείας αυτής εκτελούσαν πτήσεις από τη Ρώμη έως το Ρίο ντε Τζανέιρο της Βραζιλίας, μεταφέροντας λευκόχρυσο και πολύτιμους λίθους που υπήρχαν στη Βραζιλία, αλλά και διοχετεύοντας στη λατινοαμερικανική αγορά προς πώληση χρυσά κοσμήματα και προπαγανδιστικό υλικό υπέρ της Γερμανίας. Διαβόητο ήταν το ναζιστικό περιοδικό «Έποκα», που από τη Νικαράγουα κυκλοφορούσε σε ολόκληρη την ισπανόφωνη Αμερική.
Τους πολύτιμους λίθους επεξεργάζονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης κρατούμενοι τεχνίτες, και στη συνέχεια οι λίθοι μεταφέρονταν και πάλι στη Βραζιλία, όπου και διατίθεντο στη διεθνή αγορά. Επίσης, η εταιρεία λειτουργούσε ως προκάλυμμα εκτεταμένου δικτύου κατασκοπείας υπέρ του Άξονα. Παράλληλα, η Στάνταρντ Όιλ ίδρυσε σταθμούς εφοδιασμού στη Νότια Αμερική και στο Μεξικό.
Από αυτούς ανεφοδιάζονταν με καύσιμα τα παραπλέοντα γερμανικά πλοία, τα οποία ανεφοδίαζαν στη συνέχεια και τα υποβρύχια.
Από το καλοκαίρι του 1941, οι αμερικανικές Αρχές επιχείρησαν να περιορίσουν, αν όχι να αναστείλουν, τις συγκεκριμένες δραστηριότητες της Στάνταρντ Όιλ. Τα υπουργεία Οικονομικών και Εμπορίου των ΗΠΑ άρχισαν να συντάσσουν έναν κατάλογο εταιρειών που συνεργάζονταν με τις δυνάμεις του Άξονα. Οι λατινοαμερικανικές θυγατρικές της Στάνταρντ Όιλ συμπεριελήφθησαν στον κατάλογο αυτό. Η ίδια όμως όχι.
Έλαβε μάλιστα και επίσημη άδεια να πωλεί τα προϊόντα της μέσω της βραζιλιάνικης θυγατρικής της, από το υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ, καθώς ήταν σε θέση να επηρεάζει υψηλά ιστάμενα πρόσωπα σε θέσεις-κλειδιά του κρατικού μηχανισμού.
Πρέπει να σημειωθεί ότι το καθεστώς αυτό διατηρήθηκε και μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο, τον Δεκέμβριο του 1941. Τελικά, οι συναλλαγές μεταξύ της Στάνταρντ Όιλ και της χιτλερικής Γερμανίας συνεχίστηκαν έως το 1944, μέσω θυγατρικής εταιρείας της Στάνταρντ Όιλ στη Βενεζουέλα. Αμερικανοί παράγοντες υπολόγισαν, μετά τη λήξη του πολέμου, ότι η Στάνταρντ Όιλ παρέδιδε στον Χίτλερ κατά μέσο όρο 50.000 τόνους καυσίμων τον μήνα όλο αυτό το χρονικό διάστημα. Εννοείται ότι κανείς από τους υπευθύνους για τις κερδοφόρες αυτές συναλλαγές με τη Γερμανία δεν αντιμετώπισε ποτέ τη Δικαιοσύνη.
Η Στάνταρντ Όιλ όμως δεν ήταν η μόνη εταιρεία που τροφοδοτούσε με καύσιμα τη χιτλερική Γερμανία. Με τον ίδιο τρόπο δρούσε και η βασική ανταγωνίστριά της εταιρεία, η Ντέιβις Όιλ Κόμπανι.
Ιδιοκτήτης της ήταν ο Γουίλιαμ Ντέιβις. Ο Ντέιβις ίδρυσε την εταιρεία του στις αρχές της δεκαετίας του ’20. Σύντομα κατόρθωσε να αναδειχθεί στον χώρο της αγοράς πετρελαιοειδών. Ωστόσο η ασθενής οικονομική βάση της εταιρείας του, σε συνδυασμό με τον σκληρό ανταγωνισμό, τον οδήγησαν στην οικονομική καταστροφή. Το 1926 ο Ντέιβις αντιμετώπιζε την προοπτική της χρεοκοπίας και της φυλακής. Ευτυχώς γι’ αυτόν, ήρθε σε επαφή με τους Γερμανούς αδερφούς φον Κλεμ.
Οι δίδυμοι αδερφοί φον Κλεμ ήταν Αμερικανοί πολίτες. Διατηρούσαν όμως πολύ στενούς δεσμούς με τη Γερμανία και με την ανερχόμενη πολιτική δύναμη σε αυτήν, τους εθνικοσοσιαλιστές του Χίτλερ.
Οι Γερμανοί επιχειρηματίες ανέπτυξαν οικονομικές δραστηριότητες τόσο στις ΗΠΑ όσο και στη Γερμανία. Μέρος από τα κέρδη τους κατευθυνόταν στα ταμεία του ναζιστικού κόμματος. Παράλληλα ανέπτυξαν πολύ στενές επαφές με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών και την αμερικανική Εθνική Τράπεζα της Βοστώνης. Χρηματοδοτούμενοι από τα ανωτέρω ιδρύματα, οι φον Κλεμ ίδρυσαν ένα τεράστιο διυλιστήριο στο Αμβούργο. Το μόνο που απέμενε ήταν να εξασφαλίσουν και τον εφοδιασμό του διυλιστηρίου τους με πρώτη ύλη, με αργό πετρέλαιο. Αμέσως στράφηκαν στον Ντέιβις, τον οποίο είχαν χρηματοδοτήσει και σώσει από την οικονομική καταστροφή και τη φυλακή το 1926. Εξάλλου συνέχιζαν να τον χρηματοδοτούν έως το 1932. Ο Ντέιβις δεν ήταν αγνώμων. Δέχθηκε αμέσως να συνεργαστεί με τους Γερμανούς.
Η συμφωνία κλείστηκε το 1933, μεταξύ της Ντέιβις Όιλ Κόμπανι και της νέας γερμανικής εθνικοσοσιαλιστικής κυβέρνησης, με τους αδερφούς φον Κλεμ να λειτουργούν ως μεσάζοντες. Το ίδιο έτος ο Ντέιβις πήγε στο Βερολίνο. Εκεί, προς μεγάλη του έκπληξη, έγινε δεκτός από τον ίδιο τον Χίτλερ, ο οποίος του υποσχέθηκε χρηματοδότηση. Παράλληλα είχε συναντήσεις με Γερμανούς τραπεζίτες και επιχειρηματίες, καθώς επίσης και με τον Χέρμαν Γκέρινγκ.
Κατόπιν των συμφωνιών που υπεγράφησαν, ο Ντέιβις άρχισε να εφοδιάζει με πετρέλαιο τη Γερμανία. Έχοντας αποκτήσει επαφές και στην αμερικανική Γερουσία, κατόρθωσε να έρθει σε επαφή με τον πρόεδρο του Μεξικού, Λάζαρο Καρντένα, με τον οποίο συμφώνησαν ότι το μεξικανικό πετρέλαιο θα κατέληγε και αυτό στη Γερμανία. Οι πρώτες παραδόσεις άρχισαν το 1939 και συνεχίστηκαν και κατά τη διάρκεια του Β’ Π.Π.
Η έκρηξή του βρήκε τον Ντέιβις να συνεχίζει το έργο του. Δεν περιορίστηκε όμως στις εμπορικές επαφές με τη Γερμανία. Ο ίδιος, πιθανότατα υπό την καθοδήγηση των Γερμανών φίλων του, παρουσιάστηκε στον πρόεδρο των ΗΠΑ Φράνκλιν Ρούσβελτ, μετά την κατάκτηση της Πολωνίας, και του ζήτησε να αναλάβει μεσολαβητικό ρόλο μεταξύ των Συμμάχων και της Γερμανίας για τον τερματισμό του πολέμου. Ο Ρούσβελτ αρνήθηκε, γεγονός που εξαγρίωσε τον Ντέιβις. Έτσι, στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του 1940 ο Ντέιβις στήριξε με κάθε τρόπο τον αντίπαλο του Ρούσβελτ, Μπάρτον Χούιλερ, χάρη στα γερμανικά κεφάλαια.
Ο Χίτλερ, μέσω του Ντέιβις, απέστειλε οικονομική ενίσχυση της τάξης των 8 εκατομμυρίων δολαρίων στον Χούιλερ, ο οποίος σε αντάλλαγμα μοίραζε γερμανικό προπαγανδιστικό υλικό στις ΗΠΑ και κατήγγειλε τη συμφωνία «Δανεισμός και Εκμίσθωση», την οποία ο Ρούσβελτ είχε υπογράψει με τη Βρετανία. Ο Χούιλερ εμφανιζόταν ως οπαδός του απομονωτισμού, αλλά οι διασυνδέσεις του με γερμανικούς κύκλους μάλλον τον κατατάσσουν στην κατηγορία του φιλοναζιστή. Δυστυχώς γι’ αυτούς, ο Ρούσβελτ επανεξελέγη πανηγυρικά. Ωστόσο, ο Ντέιβις δεν απογοητεύτηκε. Χρηματοδοτούμενος πάντα από τη Γερμανία (μέσω της Τράπεζας Διεθνών Διακανονισμών), αποφάσισε να κατασκευάσει σταθμούς ανεφοδιασμού καυσίμων των γερμανικών υποβρυχίων στην Καραϊβική! Παράλληλα, παραβιάζοντας το αμερικανικό εμπάργκο, ο Ντέιβις άρχισε να στέλνει καύσιμα και στην Ιαπωνία, συνεχίζοντας φυσικά και τις αποστολές, μέσω Βλαδιβοστόκ, στη Γερμανία.
Δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τα σχέδιά του, καθώς το 1941 πέθανε. Σε όλο το διάστημα της δράσης του η αμερικανική Δικαιοσύνη παρακολουθούσε αδρανής τις δραστηριότητές του, αφού ο Ντέιβις διέθετε πολύ ισχυρούς φίλους, σε όλα τα κόμματα. Ακόμη και μετά θάνατον, οι φίλοι του φρόντισαν να μην του απαγγελθούν κατηγορίες.
Λεηλασία
Η κατάκτηση της Αυστρίας και της Τσεχοσλοβακίας αργότερα από τον Χίτλερ, υπό τις ευλογίες Βρετανών και Γάλλων, βοήθησε καίρια τη Γερμανία, σώζοντάς την αρχικά από την οικονομική κατάρρευση, στην οποία την οδηγούσαν τα τεράστια ποσά που η ναζιστική κυβέρνηση ξόδευε για την ανασυγκρότηση των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων. Η πρώτη μεγάλη οικονομική κρίση της χιτλερικής Γερμανίας σημειώθηκε το 1936 και θα είχε σίγουρα επιδράσει καταλυτικά στην εξέλιξη της Ιστορίας, αν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι αντιδρούσαν.
Προκειμένου να αντιμετωπίσει την κρίση, ο Χίτλερ εισέβαλε και κατέλαβε την αποστρατικοποιημένη -βάσει της Συνθήκης των Βερσαλλιών- Ρηνανία. Η Ρηνανία καταλήφθηκε από τρία γερμανικά τάγματα πεζικού, τα οποία σε περίπτωση κρίσης θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν 30 γαλλικές μεραρχίες, δύναμη δηλαδή τρεις φορές μεγαλύτερη από το σύνολο των δυνάμεων του γερμανικού Στρατού, εκείνης της εποχής.
Οι μεραρχίες αυτές όμως δεν κινήθηκαν ποτέ. Με την κατάληψη της Ρηνανίας, ο Χίτλερ όχι μόνο εξευτέλιζε τη Συνθήκη των Βερσαλλιών, όχι μόνο ταπείνωνε τους Γάλλους, αλλά και έθετε υπό τον έλεγχό του μία από τις πλέον ανεπτυγμένες οικονομικά περιοχές του πλανήτη. Στη Ρηνανία βρίσκονταν μερικά από τα μεγαλύτερα χαλυβουργεία και ανθρακωρυχεία του κόσμου. Η κατάληψη της Ρηνανίας επέτρεψε στη Γερμανία να πολλαπλασιάσει «εν μία νυκτί» το βιομηχανικό δυναμικό της, αυξάνοντας παράλληλα τη δυνατότητα παραγωγής όχι μόνο καταναλωτικών προϊόντων, αλλά κυρίως πολεμικού υλικού.
Με τον ίδιο τρόπο καταπολεμήθηκε και η οικονομική κρίση του χειμώνα του 1937-38, όταν οι Γερμανοί κατέλαβαν την Αυστρία και τις πλουτοπαραγωγικές πηγές της και -το κυριότερο- τα αποθέματα χρυσού της.
Έτι περαιτέρω ωφέλησε τη γερμανική οικονομία η παράδοση από τους Δυτικούς της Τσεχοσλοβακίας στον Χίτλερ. Η Τσεχοσλοβακία είχε ιδιαίτερα ανεπτυγμένη βαριά βιομηχανία και τα εργοστάσιά της παρήγαγαν τεράστιες ποσότητες αρμάτων μάχης, όπλων και γενικά πολεμικού υλικού. Η κατάληψή της έσωσε τη Γερμανία από τη χρεοκοπία (την προοπτική της οποίας αντιμετώπιζε σοβαρά το 1938), αλλά και προμήθευσε τον γερμανικό Στρατό με όπλα, για την κατασκευή των οποίων τα γερμανικά εργοστάσια θα χρειάζονταν δύο χρόνια.
Συνολικά, στα χέρια των Γερμανών περιήλθαν: 1.582 πολεμικά αεροσκάφη, 2.172 πεδινά και αντιαρματικά πυροβόλα, 500 αντιαεροπορικά πυροβόλα, 469 άρματα μάχης, 43.000 πολυβόλα, 1.090.000 τυφέκια, 114.000 πιστόλια και περίστροφα, δισεκατομμύρια φυσιγγίων φορητών όπλων και περισσότερα από 3.000.000 βλήματα πυροβολικού! Εξάλλου, ο τσεχοσλοβακικός χρυσός που περιήλθε στην κατοχή των Γερμανών, η αξία του υπολογίζεται σε 100.000.000 δολάρια της εποχής.
Στην κατοχή τους περιήλθαν επίσης πρώτες ύλες και βιομηχανικά προϊόντα αξίας μεγαλύτερης του 1 δισ. δολαρίων της εποχής. Το επόμενο θύμα του Χίτλερ ήταν η Πολωνία, με την οποία είχε ο ίδιος υπογράψει δεκαετές Σύμφωνο μη Επίθεσης το 1934. Και πάλι, ο οικονομικός παράγοντας βάρυνε ιδιαίτερα στην απόφαση του Φύρερ να εξαπολύσει τα πάντσερ του κατά των Πολωνών.
Η χιτλερική Γερμανία, εφόσον ξόδευε το 50% του ΑΕΠ της στους εξοπλισμούς, ήταν υποχρεωμένη να διενεργεί «λαφυραγωγικές» επιθέσεις, αν ήθελε να επιζήσει οικονομικά. Ο Χίτλερ το γνώριζε αυτό καλύτερα από τον καθένα. Γι’ αυτό επιτέθηκε στην Πολωνία, αν και ο ίδιος γνώριζε ότι ο στρατός του δεν ήταν απολύτως έτοιμος γι’ αυτό.
Αποφάσισε όμως να διακινδυνεύσει, με το σκεπτικό ότι οι Δυτικοί θα έμεναν και πάλι αδρανείς. Και εν μέρει δικαιώθηκε πάλι. Διότι, ναι μεν οι Βρετανοί και οι Γάλλοι του κήρυξαν τον πόλεμο, αλλά δεν έπραξαν το παραμικρό για να ενισχύσουν στρατιωτικά τη σύμμαχό τους Πολωνία.
Αντί λοιπόν οι Γάλλοι να επιτεθούν μαζικά κατά των δυτικών γερμανικών συνόρων, την ώρα που οι καλύτερες εχθρικές μονάδες πολεμούσαν στην Πολωνία, παρέμειναν ακίνητοι και περίμεναν να έρθει η σειρά τους. Υπολογίζεται ότι οι Γάλλοι θα μπορούσαν να ρίξουν τουλάχιστον 35 μεραρχίες στην επίθεση έναντι των 12 γερμανικών που φρουρούσαν τη μεθόριο, οι περισσότερες εκ των οποίων ήταν νεοσυγκροτημένοι σχηματισμοί.
Μοιραία, ο πολωνικός Στρατός, παράλογα ανεπτυγμένος σε μέτωπο 1.750 χλμ., υπέκυψε και η Πολωνία καταλήφθηκε.
Ο Χίτλερ είχε ήδη πριν από την επίθεση αποφασίσει για την Πολωνία και τους πολίτες της και είχε φροντίσει να διαλύσει τις όποιες αυταπάτες έτρεφαν ορισμένοι στρατηγοί του. «Η καταστροφή της Πολωνίας είναι ο πρωταρχικός μας στόχος. Να είστε ανηλεείς. Να είστε σκληροί. Αυτός ο πόλεμος είναι πόλεμος εξόντωσης. Μόνο με αυτόν τον τρόπο θα εξασφαλίσουμε τις ευρείες εκτάσεις γης που χρειαζόμαστε. Σκεφτείτε τους Αρμένιους. Ποιος σήμερα θυμάται την εξόντωσή τους;» τους έλεγε.
Η Πολωνία μοιράστηκε μεταξύ Γερμανών και Σοβιετικών. Το γερμανικό κομμάτι χωρίστηκε σε δύο μέρη. Στο πρώτο εντάχθηκαν τα πρώην γερμανικά εδάφη, τα οποία διανεμήθηκαν σε Γερμανούς εποίκους, και στο δεύτερο, που ονομάστηκε «Γενική Διοίκηση», συσσωρεύτηκαν όλοι οι Πολωνοί.
Οι Πολωνοί θα ήταν οι «σκλάβοι» της νέας γερμανικής αυτοκρατορίας. Θα έπρεπε να εργάζονται για το Ράιχ μέχρι η φυσική εξάντληση να τους οδηγήσει στον θάνατο.
Σύμφωνα με επίσημο γερμανικό έγγραφο, οι Πολωνοί δικαιούνταν 670 θερμίδες την ημέρα και οι Εβραίοι μόλις 184, έναντι 2.600 των Γερμανών.