13. “Ήμουν έτοιμη να κάνω τα μαθήματα μου στην κουζίνα νωρίς ένα πρωί, όταν άκουσα έναν άντρα έξω στο δρόμο να φωνάζει. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, αλλά φαντάστηκα ότι ήταν απλά μεθυσμένος ή τρελός και φώναζε έτσι, γι’αυτό τον αγνόησα. Λίγο πιο μετά άρχισα να ακούω ένα σφύριγμα.
Δεν αναγνώριζα τον ρυθμό, αλλά και πάλι σκέφτηκε ότι ερχόταν από κάποιον στον δρόμο ή από το σπίτι του γείτονα. Χωρίς να δίνω προσοχή, μετά βίας παρατήρησα ότι πλησίαζε όλο και πιο πολύ στο σπίτι μου. Παρατήρησα όμως πότε σταμάτησε ξαφνικά και άκουσα την πόρτα μπροστά από το σπίτι να ανοίγει. Άκουσα βαριές μπότες να ανεβαίνουν τα σκαλιά, αλλά δεν υπήρχε τίποτα.”
“Όλα ήταν και πάλι ήσυχα, έτσι χαλάρωσα και επέστρεψα στο διάβασμα μου. Τότε, χωρίς προειδοποίηση το σφύριγμα συνεχίστηκε, ακουγόταν ακριβώς δίπλα στο αυτί μου. Ήμουν πολύ τρομαγμένη για να κουνηθώ και ένιωσα ένα βαρύ χέρι στο μπράτσο μου καθώς συνεχιζόταν το σφύριγμα.
Όταν τελικά συνήλθα, φώναξα τον πατέρα μου, ο οποίος ήρθε τρέχοντας. Βρήκαμε την μπροστινή πόρτα ανοιχτή, που είναι παράξενο γιατί ποτέ δεν έμενε ανοιχτή και ίχνη ζώων στα μπροστινά σκαλιά.”
“Δεν έχω ξανακούσει αυτό το σφύριγμα, αλλά ακόμα νιώθω το χέρι στο μπράτσο μου. Κάθε φορά που γυρίζω προς τα εκεί, νιώθω ότι θα δω ένα χέρι να με αρπάζει, ακόμα κι αν ξέρω ότι αυτό που μου συνέβη δεν ήταν αληθινό.”
ΠηγήΔείτε την επόμενη ή προηγούμενη σελίδα πατώντας τα νούμερα